Χρόνια,
πατέρα μου, σ’ έχω στο ράφι,
πάντα
σε κοίταζα με θαυμασμό,
σήμερα
σ’ έβαλα μες στο συρτάρι,
είναι
το βλέμμα σου τώρα σκληρό.
Όταν
με θράσος ζητήσαν τη γη μας,
φώναξες
ΟΧΙ και βγήκες μπροστά,
άρβυλα
τρύπια στη λάσπη, στα χιόνια,
μ’
εφ’ όπλου λόγχη στην Κορυτσά.
Σαν
επιπέσαν κι οι Ούννοι στη χώρα-
πολιτισμένα
του Γκαίτε παιδιά-
πιάσαν
δουλειά απ’ την πρώτη την ώρα,
σκότωσαν,
ρήμαξαν, κάψαν χωριά.
Πέρασες
μπλόκα και καταδότες,
μαυραγορίτες
αρπακτικά,
μέσα
στην πείνα και μέσα στον τρόμο,
νίκησες
χίλιες φορές τα θεριά.
Φύγαν
οι Ούννοι και ήρθε το άγος
νέας
εμφύλιας καταστροφής,
σε
κυνηγήσανε σπιούνοι με πάθος,
μόλις
που πρόλαβες να διασωθείς.
Έληξε
ο πόλεμος, έμεινε η φτώχεια,
πήγες
στα Βέλγια γι’ άλλη ζωή,
ήρθαν
για μένα καλύτερα χρόνια,
κι
άλλη θυσία δική σου, αγνή.
Κι
όπως περνούσαν και φεύγαν τα χρόνια,
φάνηκαν
όλα να πάνε μπροστά,
όμως
τα έργα και άφθονα λόγια
σκέπαζαν
πάντα κλεμμένα λεφτά.
Όταν
απάνω ανάξιοι βγαίναν,
κοίταζα
άβουλος, σαν θεατής,
στο
περιθώριο άξιοι μέναν,
με
τη δική μου την ψήφο ανοχής.
Λίγα
τα όχι μου, κι ούτε μεγάλα,
άφθονα
ναι, να περνάω καλά,
λίγα
να δίνω εγώ στην πατρίδα,
όμως
αυτή να μου δίνει πολλά.
Σαν
νομοτέλεια η νέα φτώχεια,
τώρα
επαίτης, βοήθεια ζητώ,
στους
δανειστές μου προσφέρω τη χώρα,
δίχως
ντροπή, ό,τι βρίσκω πουλώ.
Πώς
να σε βλέπω στο ράφι, πατέρα,
πώς
να τολμήσω ξανά να σε δω,
άρπαγες,
κάφρους τούς έκανες πέρα,
μες
στην πατρίδα τούς φέρνω εγώ.
Τώρα
δικές τους ακόμα κι οι ακτές μας
και
τα παιδιά μου γκαρσόνια φθηνά,
ξένοι
θα είμαστε μες στις αυλές μας,
θα
’ναι στο σπίτι μας αφεντικά.