Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Θύμα Ιστορίας

 
Πορεία ερευνητική στου Γράμμου τις πλαγιές,
κρυμμένα μες στα έλατα αυτόνομα λημέρια,
η Φύση κατασκέπασε τις φοβερές πληγές,
δε θέλει πια να ξαναδεί αδελφοκτόνα χέρια.

Η Φύση κατασκέπασε εκείνες τις πληγές,
τα χρόνια συσσωρεύτηκαν, σπρωχτήκανε στη λήθη,
μα κάποιες μνήμες μένουνε μονίμως ενεργές
κι υπενθυμίζουνε παλιά φανατισμένα ήθη.

Ο ελληνοϊταλικός σελίδες Ιστορίας,
ανάγνωση κι εκτίμηση ηρωικών μαχών,
ο ελληνοελληνικός σαν θύμα Ιστορίας
ακόμα δίνει αφορμές για όξυνση παθών.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Αλεπούδες

 
Και πάλι στην αυλή η αλεπού
της γάτας την τροφή αναζητάει,
εδώ και χρόνια εμφανίζεται συχνά,
της εξοχής το ζόρι παρατάει.

Την ευκολία της ζητά η αλεπού·
η έτοιμη τροφή σαν το μαγνήτη.
Και όπως βλέπει τη δική μου ανοχή,
μπορεί να θρονιαστεί και μες στο σπίτι.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Τώρα η Α.Ι.


Στη σκέψη σου καμιά εμπιστοσύνη,
θα κάνει πλέον τη δουλειά για σένα
η τεχνητή νοημοσύνη!

Και μουσικές θα σου συνθέσει,
ποιήματα θα σου σκαρώσει,
μπορεί και να σου ζωγραφίσει,
να γράψει σχόλια σε φίλους,
διλήμματα να επιλύσει.

Άσε τη σκέψη σου στην άκρη·
γιατί να σε προβληματίσει;

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

Φωνή λαού

 
Ανόητος ο ύπατος και όμως τον κρατούσαν
συμφέροντα διαχρονικά κρυφά και φανερά,
ποικίλοι διαπλεκόμενοι συχνά τον εξυμνούσαν,
οι κήνσορες αδιάφοροι μπροστά στη διαφθορά.

Πατρίκιοι πλουτίζανε χωρίς επιφυλάξεις
με νόμους που ψηφίζανε φαιδροί συγκλητικοί,
προνόμια προκλητικά με σκοτεινές διατάξεις.
Και οι πληβείοι αδρανείς, υπομονετικοί.

Με κνούτο τούς φοβέριζαν τρισβάρβαροι ραβδούχοι
κι εκείνοι συμμαζεύονταν μην πάνε φυλακή.
Του ύπατου τα ψέματα οι αξιωματούχοι
τ’ αναμασούσαν τακτικά χωρίς καμιά ντροπή.

Αδίστακτος ο ύπατος, οι σύμβουλοι γελοίοι
προσφέρανε θεάματα φθηνά νυχθημερόν.
Σαν ναρκωμένοι φαίνονταν οι πιο πολλοί πληβείοι
στην τύρβη τής χαμοζωής στο άθλιο παρόν.

Πληθώρα τα θεάματα, μικροί οι θεατρίνοι,
μα κάποια μέρα κοντινή ο άρτος λιγοστός.
Κατάρες ακουστήκανε στης αγοράς τη δίνη
και πήρε να σηκώνεται μεγάλος κουρνιαχτός.

Ραβδούχοι εμφανίστηκαν στης αγοράς τούς δρόμους
και ιταμά απαίτησαν να πάψουν οι φωνές,
από το πλήθος ζήτησαν υποταγή στους νόμους
και ρόπαλα υψώσανε με άθλιες βρισιές.

Το πλήθος συμμαζεύτηκε στη θέα των ροπάλων,
μα ξάφνου ένας άγνωστος πετάχτηκε μπροστά,
αφόβιστα ξεπέρασε το μούδιασμα των άλλων,
με μια κραυγή τούς κάλεσε να βγούνε θαρρετά.

Σαν σφάγιο τον έσυραν ραβδούχοι οργισμένοι,
στο ξύλο τον αρχίσανε με πάθος φοβερό.
Το αίμα του αντίκρισαν οι καταφοβισμένοι.
Μα ξάφνου μέσα τους σεισμός, τσουνάμι βουερό!

Ξεχάσανε το φόβο τους, πλημμύρα ο θυμός τους,
και άοπλοι ορμήσανε χωρίς χρονοτριβή,
ο χτυπημένος έγινε γενναίο σύμβολό τους
και οι ραβδούχοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή.

Ποτάμι ασταμάτητο το πλήθος των πληβείων,
φωνή λαού οργή θεού, η έφοδος σφοδρή,
οπλίτες αγνοήσανε τις εντολές αχρείων,
η εξουσία γνώρισε την πλήρη ανατροπή.

Στα γρήγορα ο ύπατος με όλο το σινάφι
κινήσανε περίτρομοι να φύγουν μακριά,
στοιβάζοντας στις άμαξες της χώρας το χρυσάφι.
Στα σύνορα τους πρόλαβαν, τους δέσανε γερά.

Εκείνος που χτυπήθηκε βγήκε μπροστά και πάλι,
στους οργισμένους μίλησε με λόγο συνετό:
«η εξουσία έπεσε, θα χτίσουμε μιαν άλλη,
να βρούμε τους καλύτερους να κάνουν το σωστό».

Βρεθήκανε οι άξιοι να λάβουν τα ηνία
και γρήγορα οργάνωσαν μικτές επιτροπές,
σε λίγες ώρες στήθηκε η νέα εξουσία
και άμεσα σταμάτησαν μικρές παρεκτροπές.

Στον πρώτο νόμο έθεσαν όρο δημοκρατίας:
Μ’ επείγουσα συνέλευση ο λόγος στο λαό·
στο όνομα της γνήσιας σωστής κυριαρχίας
ανακαλεί και καταργεί τον όποιον αρχηγό.

Ψηφίσανε για ύπατο, κι ας ήταν γηρασμένος,
έναν γενναίο μαχητή με χρόνια φυλακής
ξεκάθαρες οι θέσεις του, στο δίκαιο ταγμένος,
για την παιδεία τού λαού δεινός αγωνιστής.

Αδέκαστοι ερευνητές ορίστηκαν αμέσως
να βρούνε τι αρπάξανε οι φαύλοι χθεσινοί.
Ήταν λαού απαίτηση να μαθευτεί το αίσχος
και κάθε αλιτήριος να καταδικαστεί.

Η άμεση κατάσχεση ήταν η τιμωρία
με τα ποσά αντίστοιχα της κάθε μιας κλοπής
και για την ατιμία τους ποινή η εξορία
να γίνουνε παράδειγμα ισόβιας ντροπής.

Ο γηραλέος ύπατος με διάγγελμα πηγαίο
στον κόσμο απευθύνθηκε με δύο συμβουλές:
«Να έχετε ισόβια το φρόνημα ακμαίο,
στην όποια εξουσία σας μονίμως ελεγκτές!».

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Φάρμακο αναγκαίο

 
Γιατροί, νοσηλευτές, λοιπό προσωπικό
δημόσιων κι ιδιωτικών νοσοκομείων,
γνωστό το έργο σας, βαρύ, κοπιαστικό
εν μέσω ασθενών και χειρουργείων.

Θα πρέπει να σας είπαν μέχρι τώρα
πως κάποιο φάρμακο υπάρχει ζωτικό,
με δύναμη πολλή την κάθε ώρα
στη θεραπεία ενισχυτικό.

Το κόστος του μηδέν, δε θέλει χρήμα,
μπορούνε όλοι κάθε μέρα να το βρούν.
ΧΑΜΟΓΕΛΟ το λεν. Και είναι κρίμα
ακόμα κάποιοι να το αγνοούν.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Υπόλογοι

 
Χαιρέκακοι, ζηλόφθονες, χυδαίοι, διαβολείς,
γερνάτε κι επιμένετε στους ρυπαρούς σας τρόπους,
αδιάφοροι αν κάνετε ζημιά στους συνανθρώπους.

Μνησίκακοι, βρωμόστομοι, μικροί, ιδιοτελείς,
με μύρια ελαττώματα μονίμως φορτωμένοι,
στο βούρκο τής κακίας σας με πάθος κολλημένοι.

Ο Κάιν τα παρέδωσε στους μακρινούς γονείς·
δεν είσαστε υπεύθυνοι για τα γονίδιά σας,
μα είσαστε υπόλογοι για τα καμώματά σας.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Εδώ λοκνταουνία

 
Λίγδα στη λοκνταουνία,
λήροι, λεονταρισμοί,
λιλιπούτιοι λογάδες,
λάσπη και λαϊκισμοί. 
              
Μασκαράνθρωποι στα Μέσα
μεγιστάνες μιαροί,
μόνιμοι μηχανορράφοι,
ματσωμένοι μοχθηροί.

Διαπλεκόμενοι δυνάστες,
δολοπλόκοι διαβολείς,
δόλιοι, διεφθαρμένοι,
δάρτες, δολιοφθορείς.

Σκάνδαλα επί σκανδάλων
σκοτεινοί σφετεριστές,
σαλιγκάρια και σκαθάρια
συκοφάντες, σαδιστές.

Αχαλίνωτοι αγύρτες,
αριβίστες αναιδείς, 
ανεξέλεγκτοι αγάδες,
αλαζόνες απεχθείς.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Η εξίσωση του Αφαίρη

 
Λαμπρές σπουδές στην Εσπερία,
λαμπρό το βιογραφικό,
λαμπρές και οι δημοσιεύσεις
στο έγκυρο περιοδικό.

Δικαιωμένος ο Αφαίρης
μ’ έναν λαμπρό διορισμό,
μια θέση σοβαρής ευθύνης,
σε κρατικό οργανισμό.

Καλείται τώρα ο Αφαίρης
να δώσει λύσεις πρακτικές, 
από τη θέση τής ευθύνης
γι’ ανάγκες επιτακτικές.

Φιλότιμα αναζητάει,
ψάχνει τις λύσεις στα χαρτιά,
γνωρίζει πλήθος εξισώσεις
και μαθηματικά βαριά.

Αδυνατεί όμως να λύσει
μία εξίσωση παλιά:
Το ένα κι ένα ίσον δύο
δεν είναι μέσα στα χαρτιά…

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Συστηματική αλλοίωση

 
Φανερός εκβιασμός·
ανθρωπιστικός!
Βίαιος εποικισμός.

Ξένη σκοπιμότητα,
ντόπια αθωότητα.

Τώρα πλέον φανεροί
πληρωμένοι ανθρωπιστές
και δικαιωματιστές.

Και το κράτος θεατής,
ανικάνων πληρωτής,
διαρκείς αναβολές,
ψεύδη και αναστολές.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Λατρεία, και μη

 
Καλά τα λίγα λόγια σου, καλή κι η αγκαλιά σου
και των χεριών το άγγιγμα καλό σαν τη μιλιά σου.
Ζητώ την παρουσία σου σαν βάλσαμο στον πόνο.
Πολλές ωραίες γύρω μου, μα εγώ εσένα μόνο.

Μπορεί ο λόγος σου ρηχός, δε βγαίνει απ’ την ψυχή σου,
τα μάτια σου ας μη μιλούν, μου φτάνει η μορφή σου.
Δεν έχω την απαίτηση και συ να με λατρεύεις,
μόνο να σ’ έχω δίπλα μου, ποτέ να μη μου φεύγεις.

Κι ας με κοιτάς λιγότερο απ’ όσο εγώ εσένα,
κι ας μη σκιρτάς στη θέρμη μου που καίει μόνο εμένα,
φτάνει να βλέπω πλάι μου τη σπάνια ομορφιά σου
κι ας είναι επιτήδευση κάποια γλυκόλογά σου!

        (Στη μνήμη τού καλοκάγαθου συναδέλφου που λάτρεψε
        τη συμβία του. Εκείνη πέρα από την ωραιότητά της δεν
        είχε να του προσφέρει τίποτα περισσότερο…)

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Μικρό λαμόγιο απολογείται

 
Μόνο ένα διακοσάρι μπόρεσα και ξάφρισα, 
είμαι άτυχο λαμόγιο που νωρίς την πάτησα.
Τώρα με τις χειροπέδες χαίρεστε που βλέπετε,
όμως για την προσφορά μου τίποτα δεν ξέρετε.

Της κλοπής μου θα εκθέσω τα ευεργετήματα
κι ας τα πούνε, όσοι θέλουν, ευφυολογήματα.
Ας με καταγγείλουν κι άλλοι για αποκυήματα,
μόνο θέλω να προσέξουν τα επιχειρήματα.

Ένα χαμηλό σπιτάκι έχτισα στην κόρη μου,
κάπου εκατό χιλιάδες έριξα στην πόλη μου.
Οικοδόμοι και τεχνίτες – δέκα επαγγέλματα –
πληρωθήκαν τη δουλειά τους, δεν τους είπα ψέματα.

Διακοπές σε χωριουδάκια, αρκετά μου έξοδα,
χωρικοί απελπισμένοι είχαν κάποια έσοδα.
Έκανα κι ευεργεσίες σε φτωχά ιδρύματα
και ανήμπορων ανθρώπων έλυσα προβλήματα.

Τις διακόσιες χιλιαδούλες όλες τις δαπάνησα, 
μέσα σε τριάντα μήνες τίποτα δεν άφησα.
Έδωσα δουλειά σε κόσμο, πήραν τόσα χρήματα,
και το κράτος απ’ τους φόρους είχε εισοδήματα.

Οι μεγάλοι που το χρήμα το εξαφανίσανε,  
στα Καϊμάν και στις Σεϋχέλλες το εξασφαλίσανε,
άγνωστο πώς βρήκαν τρόπο και αθώοι κρίθηκαν,
από τις λαμογιολίστες μπόρεσαν και κρύφτηκαν.

Αθωώστε με και μένα που κινώ τα χρήματα,
τόσοι άνθρωποι στη χώρα είχαν ωφελήματα!

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Νεφοεικόνες

 
Επίμονο το σύννεφο,              
ο ήλιος αγωνίζεται,                  
φυραίνει το σκοτάδι.                   

Θεσπέσια τα χρώματα
στης δύσης το συννέφιασμα·
πολύτιμο υφάδι.

Στα φορτισμένα σύννεφα
του Δία τα ξεσπάσματα·
το έλατο ρημάδι.

Χαμηλωμένο σύννεφο,
το ξέφωτο σκοτείνιασε·
γλυτώνει το ζαρκάδι.

Τραβήχτηκαν τα σύννεφα,
η βοσκοπούλα ήσυχη
στο πλούσιο λιβάδι.

Συννεφιασμένο πρόσωπο,
τα λόγια δίχως λύπηση
του άφησαν σημάδι.

Διαλύθηκαν τα σύννεφα,
λυμένη παρεξήγηση,
και βάλσαμο το χάδι.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Σε μια παλιά πολιτεία

 
Ο κυβερνήτης άθλιος, πολλοί ανεκτικότατοι,
η πολιτεία θλιβερή σε κρίση εντονότατη,
σε θέσεις διευθυντικές παρόντες βδελλοάχρηστοι,
σπανίως επιβίωναν κάποιοι θλιμμένοι άριστοι.

Ο κυβερνήτης προπετής, ξενοσυμφεροντόφιλος,
αδίστακτος και αλαζών, κακός, εξουσιόφιλος,  
θαρρούσε πως διηύθυνε ένα μικρό κατάστημα.
Κατάδηλα ανύπαρκτο το ηθικό του ανάστημα.

Ο κυβερνήτης ασφαλής με χίλιους δορυφόρους του,
κρατούσε μες στα ψέματα μυριάδες υπηκόους του.
Η παρακμή πρωτοφανής, οι γείτονες θρασύτατοι.
Οι προύχοντες αδιάφοροι, οι κίνδυνοι εγγύτατοι.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Το κίνητρο

 
Ολιγομίλητος ο Γιάννος,
το ύφος του συνεσταλμένο.
Απρόσεκτοι καθηγητές.
Και αρκετοί συμμαθητές
τον είχαν απαξιωμένο.

Το σύστημα παιδείας δεδομένο,                                 
αδιάφορο για κλίσεις μαθητών,
η διδακτέα και οι εξετάσεις
και το κυνήγι των καλών βαθμών.

Σε μια σχολή ο Γιάννος. Όπως κι άλλοι
συνέχισε ανώτερες σπουδές,
πιο βολική η Ιταλία,
και ήρθε πίσω με περγαμηνές.

Κατάφερε να μπει σε υπουργείο
με κάποιες εξετάσεις τυπικές.
Πολλοί οι επισκέπτες στο γραφείο,
οι γνωριμίες του σημαντικές.

– Σ’ αρέσει, Γιάννο, αυτή η εργασία;
– Το όνομά μου αρκετά γνωστό!
– Σ’ αρέσει, Γιάννο, αυτή η εργασία;
– Το πόστο μου απ’ όλους σεβαστό!

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Μετά το κάψιμο του χωριού 1944

 
Ασυννέφιαστη ήρθε η δεύτερη μέρα,
το χωριό μαυρισμένο στο άπλετο φως,
αραιοί απομένουν καπνοί στον αέρα,
του πολέμου ο νόμος αιώνες ωμός.

Των Βανδάλων απόγονοι, ανθρωποβόροι
τής αρίας φυλής, ιταμοί εμπρηστές,
και  μαζί τους δοσίλογοι πλιατσικοφόροι
σαν τις Άρπυιες μες στις φτωχές μας αυλές.

Πλυσταριά, αχυρώνες, σωσμένα στρωσίδια
της ανάγκης φιλόξενες τώρα φωλιές.
Oι γυναίκες επίμονες στ’ αποκαΐδια
πιατικά στραβωμένα μαζεύουν σκυφτές.

Στον αγώνα κι οι γέροντες ανασκαλίζουν
όποια σκεύη σπασμένα και πόρτες μισές,
για τις πρόχειρες στέγες οι άντρες φροντίζουν·
του καιρού δε θ’ αργήσουν υγρές απειλές.

Τα μικρά τραμπαλίζουν καμένα σανίδια,
μουντζουρώνουν τα δάχτυλα, βάφουν, γελούν,
των μεγάλων παιδιών τελειωμένα παιχνίδια,
των ωρίμων ευθύνες στους ώμους βαστούν.

Tα μαζεύουν οι ώρες, η μέρα μικραίνει,
οι γριές έχουν σκίσει το λίγο δαδί
και το σούρουπο πια στα ερείπια γέρνει.
Ξαφνικά στην πλατεία ακούνε βιολί.

«Ο Λαβάνης αρχίζει γνωστά του αστεία»,
οι μεγάλοι τον ξέρουν και κάποιοι γελούν,
λίγο–λίγο απλώνεται η φασαρία,
τα παιδιά, σαν ακούσαν, τροχάδην να δουν.

Μια σωσμένη ανάφτηκε ασετυλίνη,
ο Λαβάνης αργό έχει πάρει σκοπό,
τα παιδιά πανηγύρι νομίζουν θα γίνει,
δεν αργούν να σχεδιάσουν δικό τους χορό.

Δισταγμοί των μεγάλων στο κάλεσμα σβήνουν,
λιγοστοί στην αρχή σιγανά τραγουδούν,
τις δουλειές τους η Δέσπω κι η Γιάννω αφήνουν
και απ’ όλους μπροστά το χορό ξεκινούν.

Κι αν της μέρας η κούραση τους δυναστεύει
και οι πλάτες φωνάζουν, τα χέρια πονούν,
ο χορός τη μεγάλη τους λύπη παλεύει,
τα τραγούδια γλυκά τις ψυχές τους δονούν.

Να κι ο γερο–Νικόλας που όλο σχεδιάζει
των προγόνων μηνύματα, σαν του μιλούν,
τα ερείπια αφήνει, αργά πλησιάζει.
Το βιολί σταματά και το γέροντ’ ακούν.

«Κι αν κακούργοι τη φτώχεια μας την αβγαταίνουν,
μες στων χρόνων το διάβα μάς φέρνουν δεινά,
οι ψυχές μας ορθές τον καιρό τον προφταίνουν,
των σπιτιών μας η στάχτη τραγούδια γεννά.

Η κατάρα τού χτες λίγο-λίγο θα σβήνει,
η ζωή μας με πείσμα ξανά θα στηθεί,
το χωριό μας απόψε υπόσχεση δίνει,
ομορφότερο, πάλι στον κόσμο θα βγει».

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Παρήχηση 5 με χ και ρ

 
Αχόρταγοι οι καρχαρίες,
απ’ τους χειρότερους οι χείριστοι,
χοντρόπετσοι χρηματισμένοι,
ρηχοί, αχαρακτήριστοι.                   

Χρισμένοι στη χρηματολάσπη
λεχρίτες αχυρόφρονες,
πιράνχας χρηματιστηρίων
αχρείοι χρηματόφρονες. 

Χαραμοφάηδες στη χώρα,
χορηγιών αρπαχτικοί,
σιχαμεροί χαβιαροθήρες,
αχάριστοι, χολερικοί.

Κακεντρεχείς προχειρολόγοι,
ανυποχώρητα τραχείς,
ελαφροχέρηδες για χρόνια,
χοντροκομμένοι, χαμερπείς.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ένας αξιόλογος «φίλος»

 
Ευρύτατη η μόρφωσή του
σε ποικιλώνυμους τομείς,
το σπίτι μέσα στα βιβλία,
από μικρός φιλομαθής.

Ευχάριστος στις συζητήσεις,
με όλους μας διακριτικός,
ελκυστικός στις αφηγήσεις,
καλόπιστος, διαλλακτικός.

Κρατούσε όμως αποστάσεις,
δε συμπαθούσε το κοντά,
σε προσεγγιστικές προτάσεις
η άρνηση ευγενικά.

Ευχάριστος στις συζητήσεις,
έμενε όμως μακρινός.
Δεν ήθελε να προχωρήσεις
να γίνεις φίλος του στενός.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Βιαστικό

 
Μια λέξη του μ’ ενόχλησε,
την πήρα μετρητοίς·
συμπέρασμά μου βιαστικό.

Μα ήταν αξιόλογος ο συνομιλητής,
κι η λέξη που μ’ ενόχλησε
λαθάκι του εκφραστικό.

Συμπέρασμά μου βιαστικό
κι απέρριψα τον άνθρωπο.
Θα ήταν ένα πρόσωπο
αρκούντως φιλικό!

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Αναβολή (μια αστεία ιστορία)

 
Έπεσε άρρωστη η γιαγιά, δεν τρώει ούτε και μιλά,
μόνο δυο λέξεις προσπαθεί, μα δεν τις λέει καθαρά.
Άλλοι μιλούνε για καρδιά, άλλοι για εγκεφαλικό,
κι όσοι δεν έχουνε δουλειά, βρήκανε θέμα στο χωριό.

Δυο μέρες κάτω η γιαγιά, είναι τα χρόνια της πολλά,
νοσοκομείο τελικά την πήγανε τα δυο παιδιά.
Οι φήμες τρέξανε γοργά, όπως συνήθως στο χωριό·
μάλλον τα τίναξε η γριά, το βρήκαν φυσιολογικό!

Οι συγγενείς της βιαστικοί, στο σπίτι για τα σχετικά,
μαζί τους είναι κι η κυρά που ήρθε απ’ την Κορυτσά,
να καθαρίσουνε καλά, μήπως και λόγια ακουστούν,
για της κηδείας τα γνωστά, όλα να τακτοποιηθούν. 
Κάποιος να πάει στο μαραγκό, έτοιμο νά ’χει το κουτί,
άλλος στην πέρα γειτονιά ο νεκροθάφτης να βρεθεί.

Ψάχνουν να βρούνε οι γιατροί κι όλο ρωτούνε τη γιαγιά,
αν έχει κάτι να τους πει, σε ποιο σημείο την πονά.
Ούτε μια λέξη η γιαγιά, κι έχει τα μάτια της κλειστά,
με το σφυγμό κανονικό, δεν κάνει κίνηση καμιά.

Κάποια στιγμή ένας γιατρός τής ακουμπάει την κοιλιά,
και τη ρωτάει δυνατά «μήπως πονάς εδώ, γιαγιά;».
Άχνα δε βγάζει η γιαγιά κι έχει τα μάτια της κλειστά.
Και τότε ο παλιός γιατρός κλείνει το μάτι πονηρά
και με το γέλιο του πνιχτό, λέει στους άλλους δυνατά:

Βλέπω πως έχει στην κοιλιά ένα απόστημα κακό
και πρέπει γρήγορα να βγει, πρόβλημα είναι σοβαρό,
στο χειρουργείο τη γιαγιά, πρέπει ν’ ανοίξει η κοιλιά,
να τη ναρκώσετε καλά, ούτε στιγμή να μη πονά.

Πριν αποσώσει ο γιατρός, ξάφνου στο πόδι η γιαγιά,
βγάζει στεντόρεια φωνή και το μπαστούνι της ζητά,
«θα σας τσακίσω τα πλευρά, χασάπηδες του κερατά,
δεν είμαι εγώ του θανατά, να μου ανοίξτε την κοιλιά».

Βάζουν τα γέλια οι γιατροί, καθησυχάζουν τη γιαγιά
και τη ρωτούνε στοργικά «γιατί γιαγιά η πονηριά;».
Ξεκαρδισμένη κι η γιαγιά, τούς εξηγεί το μυστικό,
γιατί δυο μέρες στο χωριό κάνει τον ψόφιο τον κοριό.

«Δύο παιδιά στην ξενιτιά ήρθανε φέτος να με δουν,
για πέντε μέρες στο χωριό και πάλι να ξενιτευτούν.
Την περασμένη τη χρονιά μού φέραν άγνωστη κυρά,
ούτ’ ένα δραμ ελληνικά, να κάθεται να με κοιτά,
κι όλοι κρυφά να καρτερούν να τα τινάξω η πικρή,
να ησυχάσουνε κι αυτοί κι ο νεκροθάφτης να χαρεί.

Είπα κι εγώ ν’ αστειευτώ να τους τραβήξω το αυτί,
που με παράτησαν εδώ κι αυτοί για την Αμερική.
Κι αν έχω ενενηνταδυό, δε θα μου φτάσουν εκατό,
κι αυτοί που μ’ έχουν βαρεθεί να σκάσουν μέσα στο χωριό».

Τη φέραν πίσω τη γιαγιά, που ήτανε του θανατά,
όρθια πάλι και γερή και γελαστή τούς τραγουδά:
Να κάνετε υπομονή, να κάψετε και το κουτί,
κι ο νεκροθάφτης κι ο παπάς κι οι βιαστικοί οι χωριανοί
να μάθουν όλοι πως αργεί να ρθει ο χάρος να με βρει.
Γράψαν χαρτί και οι γιατροί· μου δώσανε αναβολή!

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Και γέλιο

 
Πολλά μάς γράφεις, ποιητή, για των ανθρώπων τούς καημούς,
τους έρωτες, τα λάθη τους, τα πάθη, τους ξενιτεμούς.
Και για τη Φύση στιχουργείς, του τόπου μας τις ομορφιές,
γεφύρια, δέντρα και βουνά, πουλιά, λουλούδια, ρεματιές.

Ορμάς και στην πολιτική, μιλάς για τις φαυλότητες,
τους άθλιους, τους άδικους και τις ασημαντότητες.
Ενίοτε φιλοσοφείς με στίχους απαιτητικούς.
Και κάποτε χαμογελάς, αλλά με στίχους λιγοστούς.

Καλοί οι προβληματισμοί κι οι λυρισμοί κι οι στοχασμοί,
μα να θυμάσαι, ποιητή, θέλει και γέλιο η ζωή.
Έχει ανάγκη η ψυχή τ’ αστεία και τα κωμικά,
έστω για λίγο να ξεχνά τα χίλια δυο αρνητικά.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Με πόση παιδεία

 
Άριστα σ’ όλα η Βασούλα
και πέρασε Ιατρική.
Άριστα σ’ όλα τα γραπτά της,
και παθολόγος ειδική.

Στην αποστήθιση δοσμένη,
η Βάσω εξασφαλισμένη.

Κατέφθασαν με τη σακούλα
οι φαρμακοπροωθητές.
Κι έχει αρχίσει κι η Βασούλα
με το σωρό τις συνταγές.

Κι εγώ ο έξυπνος λαός
τρέχω στη Βάσω ενεός,
και ρίχνω χάπια στο στομάχι
ακόμα και για το συνάχι.

Και φωνασκώ στις διαδηλώσεις
και σε ποικίλες εκδηλώσεις:
Λεφτά, λεφτά για την Παιδεία,
λεφτά, λεφτά για την Υγεία!

Και η Πατρίδα η καμένη,
πονηρο-βλακορημαγμένη,
στην Εσπερία στριμωγμένη,
με χέρι πάλι απλωμένο,
για δάνειο μνημονευμένο.

Κι αρχίζει να ξαναμοιράζει,
(πόσους το αύριο τούς νοιάζει;),
μισά με κάποια ευφυΐα,
μισά με περισσή βλακεία!

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Απορία ενός γέρου

 
Τα χρόνια μου πέρασαν, όλα το δείχνουν,
σημάδια πολλά στο κορμί φανερά,
ιών εποχές στο κρεβάτι με ρίχνουν,
πολλά τού Καβάφη σβησμένα κεριά.

Και ήθελα τόσα ακόμα να κάνω,
μα ήσαν οι μέριμνες πάντα πολλές.
Με χέρι τρεμάμενο ό,τι κι αν πιάνω·
στην άκρη θα μείνουν ωραίες δουλειές.

Τα χρόνια μου πέρασαν, φύγαν για πάντα,
του χρόνου οι δείκτες ποτέ σταθεροί.
Αν μέναμε στάσιμοι πριν τα σαράντα,
αν ήμασταν όλοι μονίμως γεροί!

Σοφέ παντοδύναμε, που σε υμνούμε
και όπου κοιτάξεις υπάρχει ναός,
δε θά ’ταν καλύτερα να μη γερνούμε
και άγνωστη νά ’ναι η λέξη νεκρός;

(Χιλιάδες αιώνες κι ακόμα η Φύση
οδεύει σε δρόμο που μένει στενός,
μπορεί κάποια μέρα να βρει άλλη λύση
και άγνωστη νά ’ναι η λέξη νεκρός;)

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Πολιτισμός αντιποίνων

 
Μου έριξες μία γροθιά
εγώ σου ρίχνω εκατό.
Μου έσπασες το πόδι μου,
εγώ σου κόβω το λαιμό.

Μπορεί να διαμαρτύρεσαι
πως είσαι αδικημένος,
μα είσαι απολίτιστος,
εγώ πολιτισμένος.

Μιλούν για ηθικές αρχές
πολλοί κατήγοροί μου.
Να πούνε ό,τι θέλουνε,
εγώ με την ισχύ μου

θα συνεχίσω ακάθεκτος,
κι ας απομείνω μόνος.
Εγώ έχω τη δύναμη.
Και νόμος μου ο φόνος.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ήττα διαρκείας

 
Τω τριακόσια εικοσιπέντε
ιερατείο και παλάτι
αχρείος εναγκαλισμός.

Και άρχισε ο πόλεμος·
με δόγματα δεδιωγμένος
ο παλαιός πολιτισμός.

Ο χρόνος αδυσώπητος.
Και απομένει ηττημένος
ο μέγιστος Ελληνισμός.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Η τύχη ενός καλού ανθρώπου (Θάνος 1902-1998)

 
Οι δύο κόρες Αυστραλία, οι δύο γιοι Αμερική,
και είπανε πως τη φυγή τους τη θεωρούν οριστική.
Κι έτσι απόμεινε ο Θάνος με την αμείλικτη κυρά,
τη στρίγγλα τής κακής του τύχης με λόγια πάντοτε πικρά.

Περίεργος ο έρωτάς του για την αγέλαστη Μαριώ,
εκείνος στα εικοσιτρία, εκείνη στα δεκαοχτώ.
Νωρίς τα είδε τα σημάδια, μα αιαιόδοξος πολύ,
θαρρούσε θα την ορμηνεύει και θα την έκανε …καλή.

Ένα παιδί μετά το άλλο, βγήκε η Μαριώ του καρπερή,
κι όπως κυλούσανε τα χρόνια έβλεπε τι τον καρτερεί.
Με το καλό τη νουθετούσε να φέρνεται ανθρωπινά,
να δείχνει λίγη καλοσύνη και να μη δέρνει τα παιδιά.

Χαμένος πήγαινε ο κόπος, όλο κλαμένα τα παιδιά,
ο Θάνος μέσα στη βιοπάλη πότε ν’ αδειάσει απ’ τη δουλειά.
Σαν μεγαλώσανε οι κόρες πήραν τα μάτια τους κι οι δυο
με κλάματα στην Αυστραλία – η μάνα άγριο θεριό.

Κι οι δύο γιοι ρίξανε πέτρα και βρέθηκαν στην ξενιτιά
κι απόμεινε στ’ ωραίο σπίτι με την κυρά του την κακιά.
Κουβαλητής και νοικοκύρης, μεγάλη τύχη η Μαριώ,
για όλα όμως είχε γκρίνια, ποτέ το λόγο τον καλό.

Απόφαση το είχε πάρει από νωρίς οριστικά,
«έτσι το θέλησε η Τύχη» μονολογούσε στωικά.
Καλοπροαίρετος με όλους, μέσα στον κόσμο ευτυχής,
στο σπίτι του κατατρεγμένος, αδικημένος εξ αρχής.

Κάποια αιφνίδια αρρώστια, στα εβδομήντα η Μαριώ,
σύντομα έφτασε η κλήση να φύγει για τον ουρανό.
Στα εβδομήντα πέντε ο Θάνος χωρίς τής γκρίνιας το χαλκά,
απαλλαγμένος επιτέλους από μιαν άθλια σκλαβιά.

Κανένα δάκρυ στην κηδεία από γνωστούς και συγγενείς,
όλοι σχολίασαν του Θάνου την τύχη τής κακιάς ζωής.
Στη μέγγενη μισόν αιώνα, τώρα ελεύθερο πουλί,
προφταίνει άραγε το χρόνο να κλείσει τη βαθειά πληγή;
Την κακοπέραση ν’ αφήσει να βυθιστεί στη λησμονιά,
σαν ένα όνειρο να μείνει της ζήσης του η χειμωνιά;

Περάσανε σαράντα μέρες κι ένα βραδάκι η Ματή,
η φημισμένη προξενήτρα, στο Θάνο χαμογελαστή.
Διακριτικά διατυπωμένα τα λόγια τής παρηγοριάς
για το αμόνι τής ζωής του, για τον καημό τής ξενιτιάς.

Κι αφού τα είπε γύρω-γύρω σαν ένα χάδι στην ψυχή,
τον έφερε σε άλλη σκέψη να λογαριάσει τη ζωή.
Το πόσο άδικο θα ήταν αυτός ο άντρας ο σωστός,
που όλοι τον αναγνωρίζουν, να καταλήξει μοναχός.

Κι από κουβέντα σε κουβέντα τού μίλησε για τη Λενιώ
που την παράτησε η Τύχη μετά το πρώτο προξενιό,
εδώ και χρόνια μοναχή της στη γειτονιά την ακρινή,
χωρίς να έχει πια δικούς της, και η ζωή της φτωχική.
Φιλότιμη ξενοδουλεύτρα με μιαν ευρύχωρη καρδιά,
ανεκτική και μετρημένη, όλα τα έργα της καλά.

Δυο νύχτες άγρυπνος ο Θάνος αναζητάει το σωστό,
ζυγίζει τα γεράματά του, μη γίνει βάρος στη Λενιώ,
μήπως αστόχαστα της κόψει μιαν άλλη τύχη ταιριαστή,
μήπως εκείνη απ’ ανάγκη τα γηρατειά του θ’ ανεχτεί.

Στην πόρτα του το τρίτο βράδυ η προξενήτρα θαρρετά
ήρθε το δίλημμα να λύσει, να μη φοβάται το μετά.
Προσεκτικά ακολουθούσε η εξηντάχρονη Λενιώ
που ήρθε αποφασισμένη για το στερνό της προξενιό.

Με καλοσύνη οι κουβέντες, ορθάνοιχτες οι δυο καρδιές,
συμπάθεια κι εμπιστοσύνη, διαβεβαιώσεις καθαρές
και τελική απόφασή τους ν’ αφήσουνε τους δισταγμούς,
με θέληση να πορευτούνε, μαζί να λιώσουν τους καημούς.

Σιγά-σιγά οι πρώτες μέρες, λόγια καλά και ταπεινά
με κατανόηση κι ελπίδα, αισθήματα ειλικρινά.
Κάνει τη σύγκριση ο Θάνος, η διαφορά συντριπτική
από το μόνιμο χειμώνα σε άνοιξη πραγματική.
Χαρούμενος ξανανιωμένος όλο το σπίτι τού γελά
και η Λενιώ ξεθαρρεμένη πάντα με θέρμη τού μιλά.

Πετυχημένο το ζευγάρι, ο λόγος τής Ματής σωστός,
με σύμπνοια κι εμπιστοσύνη όμορφα τρέχει ο καιρός.
Κατέφθασε κι η πρώτη κόρη, σε λίγο όλα τα παιδιά,
η ευτυχία μες στο σπίτι, τους χαίρεται κι η γειτονιά.

Λαμποκοπά ο γερο-Θάνος, ευτυχισμένη κι η Λενιώ
αναρωτιέται κάθε λίγο μήπως δεν είν’ αληθινό.
Είχε θαμμένη την ελπίδα μέσα στη μαύρη μοναξιά
και τώρα μια ζωή καινούρια, γαληνεμένη ανθρωπιά.
Ήσυχα φεύγουνε τα χρόνια, απολαμβάνουν το παρόν,
οι δυο τους πάντα αγαπημένοι, ούτε κοιτούν το παρελθόν.

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Ο στίχος

 
Ο στίχος μού κέντριζε, μέρες, τη μνήμη,
χωρίς να μπορεί να μου πει τι ζητά,
σε κάποιες στιγμές κουβαλούσε μια λύπη,
σε άλλες, αόριστα, κάποια χαρά.

Κι απόψε τη νύχτα, κοντά μου η Φοίβη
το στίχο ψιθύριζε μ’ επιμονή,
στα χέρια μου πήρα χαρτί και μολύβι,
και στίχοι καινούριοι σηκώσαν φωνή.

Ποτάμι οι λέξεις, φωτιές το μολύβι
μαζί τους να τρέξει, να βγάλει φτερά,
απρόσμενη μέσα στη νύχτα μου τύρβη,
προς άγνωρο τόπο κινούσα γοργά.

Οι στίχοι με πήγαν σε δύσβατο δάσος,
πυκνόφυλλοι θάμνοι, ο δρόμος κλειστός,
μα ξέφωτο έλαμψε πέρα στο βάθος,
η Φοίβη τραβούσε μπροστά οδηγός.

Κυλήσαν οι ώρες, η νύχτα στη λήθη,
η Φοίβη αόρατη στο λυκαυγές.
Αχνά ξεπροβάλλουν οι πρώτοι μου στίχοι,
τής λύπης οι νύξεις μικρές αμυχές.

Προβάλλουν αργά και οι δεύτεροι στίχοι,
της νέας μου μέρας καλός ο ρυθμός,
διαχέονται γύρω ευφρόσυνοι ήχοι.
Η λύπη διαλύεται μέσα στο φως.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Εξωχώριος

 
Πρώτη στάση στη Μαγιόρκα κι ύστερα για τις Αζόρες,
στο Μπαλί και στις Σεϋχέλλες, τι ωραίες ξένες χώρες!
Στα Καϊμάν για τα κρυμμένα και γραμμή για τις Μαλδίβες,
πλούσιες περιπλανήσεις στις εξωτικές νησίδες.

Σε χοτέλ των δέκα αστέρων που αράζουν βασιλιάδες,
με καζίνα και γυναίκες στέκια για μαχαραγιάδες,
χρήμα είχα να σκορπάω, έκανα ζωή μεγάλη,
αφημένες οι Αθήνες, μια ωραία παραζάλη.

Ήταν κι άλλοι καθώς πρέπει ματσωμένοι ιδιώτες,
μερικοί γνωστοί μεγάλοι δεδομένοι πατριώτες,
μα και κάποιοι μεγιστάνες που κανένας δεν τους ξέρει,
με οφσόριες καλύψεις και πολύ μακρύ το χέρι.

Σε μια βίλα οργιώδη ο Φαυλόπουλος ο μάγκας,
ο αεριτζής Λαμόγης κι ο ναρκόβιος ο Φράγκας,
μεθυσμένο το ξενύχτι με τον Υπονομιάδη,
αγκαλιά ο Πρωτομίζας με τον Υποχειριάδη.

Από άδηλα ταμεία χρήμα ρέει καλυμμένο,
με συνέργεια προυχόντων χρόνια κατοχυρωμένο.
Υπερπόντια ταξίδια όλοι εμείς οι παραλήδες,
έχουμε ανακαλύψει βέρες χρηματοπατρίδες!