Αιώνια, περήφανα, αδούλωτα βουνά μου,
σε σας ρίχνω τα μάτια μου πρωί σαν σηκωθώ,
σαν φύλακες ορθώνεστε μες στον ορίζοντά μου,
όλη την ιστορία μου απάνω σας θωρώ.
Στις κορυφές σας, στις πλαγιές, στα διάσελα, στις
ράχες,
στα ξάγναντα, στα ρέματα, στα βράχια, στους
γκρεμούς,
για τον αγώνα της ζωής μεγάλες δώσαν μάχες,
οι πρόγονοί μου πάλεψαν σε όλους τους καιρούς.
Σκληρή δουλειά στα δάση σας, σκληρή στα βοσκοτόπια,
ο κόπος τους ατέλειωτος, μεγάλος ο καημός,
και άρπαγες αδίστακτοι σ’ όλα τα κακοτόπια,
να κάνουνε λιγότερο το λιγοστό τους βιος.
Και σαν ξεσπούσε πόλεμος, πριν μεγαλώσει η ειρήνη,
σε σας το μετερίζι τους και η απαντοχή,
κι αν η σκλαβιά τούς πλάκωνε κι αβάσταχτη η οδύνη,
σε σας πάλι το σπίτι τους και η καταφυγή.
Τι ν’ άκουσαν τα πεύκα σας, τα έλατα, οι οξιές σας,
πόσα ντουφέκια λάλησαν μέσα στις ρεματιές,
πόσα τραγούδια ανάβλυσαν κάτω απ’ τις σκιές σας,
πόσες φωτιές ανάψανε στις καθαρές καρδιές!
Αθάνατα, αγέρωχα, ελεύθερα βουνά μου,
σας βλέπω και σας χαίρομαι σε κάθε εποχή,
μέσα σας είν’ οι ρίζες μου και τα θεμέλιά μου,
χωρίς εσάς φτωχότερη ολόκληρη η ζωή.