Καινούρια
θέλει δανεικά, έχει πολλά προβλήματα
ένας
παλιός μου φίλος,
και
σπεύδω αλληλέγγυος με άφθονα δοσίματα,
μπρος
στου γκρεμού το χείλος.
Συμφώνησε
και σκίσαμε τα παλαιά γραμμάτια,
που
είχανε πια λήξει,
μου
έδωσε εγγύηση όλα του τα ιμάτια,
έχει
μεγάλη σφίξη.
Ό,τι
χαρτιά τού έδωσα, ασμένως τα υπέγραψε,
χωρίς
να τα διαβάσει,
την
παροιμία την παλιά φαίνεται πως την ξέχασε,
υπογραφή
πού βάζει.
Μ’
έκανε πια κυρίαρχο στα πατρικά χωράφια του,
χρόνια
παρατημένα,
και
όλα τα παλιάμπελα που είχε από τη μάνα του,
τα
άφησε σε μένα.
Και
συμβουλές του έδωσα να κόψει κι άλλα έξοδα,
πολλά
να καταργήσει,
τη
ζέστη του λιγότερη, τα ακριβά πετρέλαια
ποιος
θα του τα ξοφλήσει.
Του
είπα και τα φάρμακα καιρός να λιγοστέψουνε,
τα
παίρνει από την κούνια,
να
βρει κάποια φθηνότερα και αν δεν τον γιατρέψουνε
καλά
και τα μαντζούνια.
Και
άλλα τού συνέστησα, να πάρει πια απόφαση.
Τον
χτύπησα στην πλάτη,
μου
είπε και ευχαριστώ, που ’δειξα κατανόηση,
του
πήρα τόσα βάρη.
Φεύγοντας
ξαναπρόσεξα την όμορφη γυναίκα του,
που
στέκονταν θλιμμένη,
δε
λέω, φίλος καρδιακός, μα έπεσε το βλέμμα μου,
ο
δανειστής χορταίνει;