Άνοιξη 1822. 70 παλληκάρια ξεκινούν από το χωριό μου
με προορισμό το Μεσολόγγι, ανταποκρινόμενοι σε γραπτό κάλεσμα του Μάρκου
Μπότσαρη. Φεύγουν λίγοι-λίγοι, δήθεν ως κτίστες για τη Θεσσαλία. Στην περίπτωση
που μαθαίνουν οι Τούρκοι πως κάποιος έχει ενταχθεί στους αγωνιστές τής
Επανάστασης, προχωρούν σε αντίποινα εις βάρος τής οικογένειάς του. Κάπου-κάπου
φτάνουν γράμματα από τους «ξενιτεμένους», στα οποία περιγράφουν τις δήθεν
οικοδομικές ασχολίες τους, ώστε να μπορούν να τα επικαλεστούν οι δικοί τους, αν
οι καταδότες ενημερώσουν τις τουρκικές αρχές.
Όταν κάποιος σκοτώνεται, οι δικοί του ειδοποιούνται
και δεν τολμούν να πενθήσουν. Οι συνέπειες είναι σκληρές.
-Πού
είναι ο γιος σου Γιώργαινα, πού λείπει τρία χρόνια;
Μας
λεν πως κάνει πόλεμο με τους ανταρτοκλέφτες
ενάντια
στο σουλτάνο μας, ενάντια στους πασάδες,
πες
μας αν μας τα λεν σωστά, πες μας αν είναι ψεύτες.
-Ο
γιος μου έφυγε μακριά για τη σκληρή τη φτώχεια
και
τώρα πέτρες πελεκά στης Λάρισας τον κάμπο,
εγώ
μονάχη κάθομαι μέσα στην ανημπόρια,
και
να ξανάρθει καρτερώ να μέ ’βρει πριν το χάρο.
Εδώ
έχω τα γράμματα, διαβάστε τα να ιδείτε,
μου
τα διαβάζει ο γείτονας, εγώ γκαβή από γράμμα,
γκαβή
κι η μαύρη μου ζωή, στο κλάμα απ’ τα τριάντα,
τον
άντρα μου χαλάσατε, με βάλατε στα μαύρα.
-Αν
είναι αλήθεια αυτά που λες, έχεις ζωή ακόμα,
αν
όμως είναι ψέματα, γκιαούρικα τερτίπια,
μέτρα
τις μέρες σου, γριά, ο χάρος καρτεράει
κι
είναι κουφός στα κλάματα, κουφός στα παραμύθια.
Φεύγουν
οι Τούρκοι σοβαροί να πάνε σ’ άλλο σπίτι
κι
η Γιώργαινα σφαλεί καλά όλα τα παραθύρια
και
πιάνει το βαρύ σκοπό, το έρμο το τραγούδι,
ο
πόνος της ασήκωτος, τα βάσανά της μύρια.
-Γιόκα
μου που ’φυγες μακριά σαν να ’σουνα διωγμένος
και
μέρα νύχτα πολεμάς τα τούρκικα ασκέρια,
κοίτα
να ντύνεσαι καλά, μη πέφτεις μουσκεμένος,
να
’μουνα να σε σκέπαζα με τα δικά μου χέρια.
Καλή
’ναι γιε μου η λευτεριά, καλή και η πατρίδα,
μα
ναν’ κι η μάνα ήσυχη μην τρέμει το χαμό σου,
η
φτώχεια και οι στέρησες μικρό ’ναι το κακό τους,
ασήκωτο
κι αβάσταχτο, κακό να ρθει στο γιο σου.
1827.
Επέστρεψαν στο χωριό λιγότεροι από τους μισούς. Φτωχοί και γεμάτοι σημάδια στο
σώμα τους.
1912.
Απελευθέρωση του χωριού.
Οι στίχοι αποτελούν ελάχιστο φόρο τιμής στους τυραννισμένους προγόνους μας.
Αντίστοιχη
περυσινή ανάρτηση «Αφανείς ήρωες».