Ήταν
μεγάλο το πλήθος,
είχε
δικαία οργή
κι
έβαλαν πλάτη ν’ ανέβει ο ήλιος.
Ήταν
μεγάλος ο πόθος,
είχε
πικρό παρελθόν
κι
έπαψε πια να τους ζώνει ο φόβος.
Ήταν
μεγάλη η δίψα
να
στεριωθεί το σωστό
κι
είχανε σίγουρο όλοι το πείσμα.
Άνοιξε
μπρος τους ο δρόμος,
είδαν
πως ήταν μακρύς,
όμως
κανένας δεν ένιωθε μόνος.
Βήματα
πρώτα, γενναία –
να
που μπορούσαν λοιπόν –
και
τα αισθήματα ήσαν ακμαία.
Βήματα
νέα με μόχθο,
βρήκαν
την πρώτη στροφή,
κάποιοι
μιλήσαν για μάταιο κόπο.
Μες
στη στροφή η παγίδα –
γνώστης
δεινός ο εχθρός –
άφθονο
σκόρπισε γύρω το χρήμα.
Λίγοι
στο χρήμα σταθήκαν
και
απομείναν εκεί.
Μα
οι πολλοί στον αγώνα τραβήξαν.
Πλήθος
στροφές κι ανηφόρες,
όμως
η πίστη σκληρή,
πρόβαλαν
ήδη ευοίωνες ώρες.
Ήρθε
επιτέλους η νίκη,
μέρα
θριάμβου τρανή,
και
του εχθρού λουφαγμένοι οι λύκοι.
Γιόρτασαν
όλοι τη νίκη,
ήταν
θερμές οι ευχές,
φανταχτεροί
επινίκιοι ύμνοι.
Λόγια
ακόμα ωραία,
μα
οι καιροί βιαστικοί,
όλοι
τους τώρα καθήκοντα νέα.
Βήματα
αλλιώτικου μόχθου
να
στεριωθεί το σωστό,
άλλη
πορεία μακρύτερου δρόμου.
Άλλες
στροφές κι ανηφόρες.
Κι
ένας καινούριος εχθρός!
Πιο
δυνατός! Και όλες τις ώρες.
Ήταν
αντίπαλος μέγας,
κάθε
στιγμή και λεπτό.
Μέσα
του πάντα τον είχε καθένας…