Με τα σόρι, νόου, θενκς,
τα παρντόν, οκέι, γιες,
με ουίσκι και με νες
στης Ευρώπης τις αυλές.
Στο σπιτάκι μου το χωλ,
στην κουζίνα μου τα μπωλ,
μίξερ, τάπερ, μπικουτί
μου γεμίσαν το κουτί.
Ήρθαν και αραδιαστήκαν,
μέσα στο μυαλό μου μπήκαν,
έγινα κι εγώ ωραίος
επιτέλους Ευρωπαίος,
άρχισα καινούρια ψώνια,
απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια.
Δε μου έφταναν ετούτα
θέλησα καινούρια φρούτα.
Και μια μέρα στα σαλόνια
κουβαλήθηκαν τελώνια.
Λιμιτ-άπ και σπλιτ και
νάσνταγκ,
ντάου-τζονς και κακ-σαράντα,
τα σουάπς στα Βερολίνα,
λίμιτ-ντάουν στα Λονδίνα.
Λίγα χρόνια, λίγοι μήνες
έφτασαν να σβήσουν μνήμες,
χρήμα από τον αέρα
ήταν όμορφα κι ωραία.
Ένας δείκτης σκαλωμένος,
και ο νταξ παλαβωμένος,
τρελαμένος ο νικέι,
άρχισε φωτιά να καίει.
Οι πολλοί αντραλισμένοι,
άλλοι σαν αφιονισμένοι,
από το κομπόδεμά τους
βρέθηκαν αλαφρωμένοι.
Κύλησαν γοργά τα χρόνια,
τη δουλειά τους τα λαμόγια.
Και μια μέρα οι ελπίδες
γίνανε φωτοβολίδες,
γιουρογκρούπια, γιουρολόγια,
ξεκινήσαν μοιρολόγια.
Άρχισαν μετρούν τα σπίτια
τα χωράφια, τα καλύβια.
Μέσα στο προτεκτοράτο
άνθισε το πρεκαριάτο.
Οι οθόνες το χαβά τους,
μέρα-νύχτα τη δουλειά τους,
τα πρεστίζ και τα πριβέ
με ντιζάιν, με γκουρμέ,
κι όταν παίζουνε πρεσρούμ,
ούτε πέντε δεν ακούν.
Στις παρέες τα παιδιά
εσεμές στα κινητά,
άλλοι μόνοι τους σελφί,
άλλοι ντριγκ και τουμπεκί.
Πάνω μου πετάνε ντρον,
μου τοιμάζουνε πατρόν.
Έμαθα καλά τα γκρίκλις,
όλα μου να γίνουν ίγκλις.
Με τρανσλέιτ στα χελλενίκ
θα μιλάω γιουρογκρίκ.