Λιγόλογος πάντα, συνήθως θλιμμένος,
το γέλιο δεμένο σε χείλη σφιχτά,
καλός ο συνάδελφος και μετρημένος,
συνέπεια, ήθος, σωστός στη δουλειά.
Πλησίαζε πια τα σαράντα ο Δήμος
και είχαν αρχίσει τα γκρίζα μαλλιά,
πειράγματα κάποτε, συγκρατημένα,
και νύξεις υπόγειες για προξενιά.
Μα ξάφνου μετάθεση για την Αθήνα,
απρόοπτα ήρθε το νέο, βαρύ.
Απ’ όλους ευχές για καλύτερη τύχη
κι εκείνος ανήσυχος πώς θα τα βρει.
Περάσανε μήνες, περάσανε χρόνια,
εμείς στο γραφείο στα ίδια χαρτιά,
μητρώα, πρωτόκολλα και δεδομένα,
κοινότοπα νέα, σε λίγο παλιά.
Και μία Δευτέρα, μπροστά μας ο Δήμος,
πλατύ το χαμόγελο! λόγια πολλά!
Για πρώτη φορά μάς ασπάστηκε όλους,
στο πρόσωπο λάμψη, του ήλιου θωριά.
Νομίσανε κάποιοι πως είναι σωσίας,
και όχι ο άνθρωπος ο σκοτεινός.
Σε λίγο γνωρίζαμε την ιστορία,
το πώς στη ζωή του ανέτειλε φως.
Στο νέο του πόστο, εκεί στην Αθήνα,
κοντά του η Καίτη, κι αυτή σκοτεινή,
γραφείου ανάγκη για κάποια στοιχεία,
των δυο τους να γίνουν κοινοί χειρισμοί.
Χρειάστηκαν μέρες να σπάσει ο πάγος,
δειλό το πλησίασμα, λόγια πεζά,
τα βλέμματα ράθυμα, πώς να τολμήσουν,
για χρόνια κλεισμένα σε κρύα κελιά.
Μα ένα πρωί στ’ ακροδάχτυλα θέρμη,
και δάκρυα κάναν θολές τις ματιές,
αυτό που φοβούνταν να βγάλουν τα χείλη,
το σκάλισαν μόνες οι δύο καρδιές.
Σαν ένα παλιόρουχο ήταν η θλίψη,
απάνω τους είχε κολλήσει θαρρείς,
ο ένας το τράβηξε από τον άλλο
και είδαν λαμπρή τη στολή τής ψυχής.
Λυθήκαν τα χείλη, οι λέξεις ποτάμι,
κρυμμένες ως τότε σε φόβου σκιά.
Τα μάτια, στο άπλετο φως τής αγάπης,
τον κόσμο θεώρησαν μιαν αγκαλιά.
Για τέσσερα χρόνια το δώρο τής Τύχης
το γεύονται μέρα και νύχτα μαζί,
διέγραψαν κάθε ανάμνηση λύπης.
Ανάσταση μέσα τους. Νέα ζωή.