Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Νέοι φίλοι 2013

Πλήθος τα πλην τής χρονιάς που απέρχεται,
σήμερα όμως θα μπουν στη σκιά.
Φίλους καινούριους το δίκτυο έφερε,
έχω γι αυτούς λίγα λόγια καλά.
                       - - - - - - -
Τα κείμενα πρωτότυπα, πασίδηλο μεράκι,
λογοτεχνία στιβαρή. Μαρία Κανελλάκη.
Είν’ η γραφή της άψογη, αγνή ευαισθησία,
ρεαλισμός και ανθρωπιά μες στην καλαισθησία.
                       - - - - - - -
Με γνώση στην πολιτική μα και στην ιστορία,
των αισθημάτων ραψωδός η εύψυχη Levina,
τους στίχους της τους διαπερνά γλυκιά λεπταισθησία,
αιθέριοι και εύμολποι, κινούν τη φαντασία.
                       - - - - - - -
Ένας ακμαίος ποιητής, ονόματι Ανταίος,
με χίλια ενδιαφέροντα, ειλικρινής, πηγαίος.
Εκτός από τους στίχους του, γενναίες ερωτήσεις,
Ελλήνων προβληματισμοί, μελέτες, διηγήσεις.
                       - - - - - - -
Η joan κεραιοβριθής, αόκνως σχολιάζει,
η πένα της σαρκαστική, κοχλάζει και καλπάζει,
είναι ο λόγος της κραυγή, το χιούμορ της μαχαίρι,
μα έχει στην καρδούλα της αθώο περιστέρι!
                       - - - - - - -
Η Μαίρη θεσσαλονικιά -merry mary ιστορίες,
εξαίρετες, πολύχρωμες οι δεξιοτεχνίες,
καλότροπη και εύχαρις και ευανθείς οι σκέψεις,
οι φίλοι της ατέλειωτοι, πληθώρα επισκέψεις.
                - - - - - - -
Φωτογραφίες μαγικές βρήκα στη me (maria),
στιγμή και λεπτομέρεια, λεζάντα με αξία.
Ελεύθεροι ή έμμετροι οι στίχοι της ακμαίοι,
τα κείμενά της γλαφυρά, συλλογισμοί σπουδαίοι.
                       - - - - - - -
Τη Φλώρα ανακάλυψα σε λέξεων παιχνίδια.
Στίχοι και αφηγήματα-ωραία παραμύθια,
κοσμήματα, ζωγραφική, πληθώρα κεντημάτων.
Και πνευματώδης κι ευφυής με πλούτο αισθημάτων.
                       - - - - - - -
Nikol η πολυτάλαντη, αρίφνητα τα έργα,
ιδέες, γνώσεις, υλικά και εύκαρπα τα χέρια,
τα κείμενα παράλληλα με τη δημιουργία
και μέσα από τα λόγια της ευγένειας παιδεία.
                       - - - - - - -
Την Άννα Πάρος, άστεγη, που λέει η Αριστέα,
σε κείμενο εξαίσιο συνάντησα τυχαία.
Παλιών ηθών η ανθρωπιά, γλυκές οι αποχρώσεις,
υπόδειγμα η έκφραση, γραφή με αξιώσεις.
                       - - - - - - -
Η, όχι μόνο στ’ όνομα, αρίστη, Αριστέα,
πολύπλευρη δημιουργός, φιλόξενη, πηγαία.
Μία γραφίδα ανθηρή, δεινή πρωτοτυπία,
αυθόρμητη κι ανθρώπινη, τής πρέπουνε βραβεία.
                       - - - - - - -
Τους φίλους που δεν πρόλαβα, καλώς να μελετήσω,
εντός τού δεκατέσσερα ελπίζω να γνωρίσω.

Καλή χρονιά σας, φίλοι μου, ψηλά το φρόνημά σας,
σε τούτο τον πολιτισμό, αξία η προσφορά σας!


Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Χωριό

                                                                                       στον Κοσμά
Αθήνα, χρόνια στου μετρό τα φωτεινά σκοτάδια,
πορείες, στάσεις και πλακάτ και μαγαζιά ρημάδια,
μολότοφ, κλούβες, εμπρησμοί, τα γκλομπ και τα φορεία,
χαμένες ώρες τρόλεϊ, ταξί, λεωφορεία.

Και πήρα την απόφαση τα πάντα να τα σπρώξω,
να φύγω πίσω στα βουνά, τα χρόνια μου να σώσω,
εξηνταπέντε πέρασαν, άραγε πόσα μένουν,
οι μέρες πια αβέβαιες ποιος ξέρει τι θα φέρουν.

Οι απαιτήσεις μου μικρές, στη φτώχεια γεννημένος,
με μέτρο όλα στη ζωή, στα λίγα μαθημένος,
ένα σπιτάκι πατρικό στους δυο μας περισσεύει
και μέσα στην απλότητα τις μνήμες ζωντανεύει.

Ζωή μ’ ανθρώπινους ρυθμούς μες στο μικρό χωριό μου
και γρήγορα ανακάλυψα τον άλλο εαυτό μου,
που ΤΩΡΑ βλέπει τα βουνά, τα βράχια και τα δάση,
τυφλά ριγμένος στη δουλειά τα είχα όλα διαγράψει.

«Ακούω τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να βάζουν»1
και στέκομαι ν’ αφουγκραστώ, τι λεν, σαν κουβεντιάζουν,
γυρνώ στα χρόνια τα παλιά, στα σχολικά βιβλία,
βγαίνει μπροστά μου ζωντανή τού τόπου η ιστορία.

Οι χείμαρροι, τ’ ακρόκρημνα, τ’ αηδόνια, τα γεράκια,
γεφύρια ομορφόχτιστα, πέτρινα μονοπάτια
και χίλιες άλλες ζωγραφιές στον τόπο αυτό με δένουν,
τα μάτια όπου κι αν γυρνώ, ποτέ τους δε χορταίνουν.

Και δίπλα μου οι χωριανοί καλόγνωμοι, πηγαίοι,
ζεστές οι καλημέρες μας, όλοι αγαπημένοι,
απλή κυλάει η ζωή κι ας φεύγουνε τα χρόνια,
μες στην καρδιά μας γρήγορα τα λιώνουμε τα χιόνια.

                                1. Στίχος από δημοτικό τραγούδι.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Μη τρέχεις

                                                                Στην Έρση                                            
Μαζί ξεκινήσαμε, δέκα τ’ Απρίλη
κι ο δρόμος μπροστά μας πλατύς και βατός,
ωραίες οι λέξεις μας ήταν στα χείλη,
ανέφελος, σίγουρος ο ουρανός.

Γλυκό καλοκαίρι, οι μέρες δικές μας,
ο ένας στον άλλο πιστός αρωγός,
συνύπαρξη μέσα σε ίδιες ιδέες,
πορεία στον κόσμο, κοινός ο σκοπός.

Οι μήνες περάσαν και ήρθε Δεκέμβρης,
ταχύς ο δικός σου βηματισμός,
κι εγώ πολεμάω με δύσκολες σκέψεις,
αφού δε σε φτάνω και μένω ουραγός.

Οι λέξεις που είχαμε ίδιες στα χείλη,
παγώσαν και μένουν χωρίς προσμονή,
εσύ μακρινός σαν να έχεις διαφύγει,
ματαίως φωνάζω, μη τρέχεις πολύ.


Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Συμβάσεις

Στομφώδης ο λόγος, πεζός, τετριμμένος,
βαρύγδουπες φράσεις και τόποι κοινοί,
κι αυτός δοκησίσοφος και επηρμένος
στο βάθρο απτόητος χειρονομεί.

Στην αίθουσα πέφτει κι απλώνει η πλήξη,
οι λίγοι στις άκρες αποχωρούν,
οι άλλοι μετρούν τα λεπτά ως τη λήξη·
μουρμούρα και κόπωση. Αδημονούν. 

Τελειώνει ο λόγος· επευφημίες,
και σπεύδουν, στο βήμα να φτάσουν πολλοί,
χαμόγελα, έπαινοι και φλυαρίες,
λυμένα τα γόνατα του ομιλητή!

Συμβάσεις και ήθη, βωμοί κολακείας,
με άγραφους νόμους στημένοι θεσμοί,
σκοποί με θυμίαμα υποκρισίας,
μικρά και συμφέροντα κι υποταγή.

                                                                                   

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Σθεναρά

                   «Νίκα λογισμώ την παρούσαν συμφοράν» Μένανδρος
Στο μεγάλο κακό που απόψε σε βρήκε,
στην απρόσμενη τούτη βαριά συμφορά,
του Μενάνδρου το λόγο θυμήσου, που είπε:
λογισμός είναι τ’ όπλο που πάντα νικά.

Είν’ ασήκωτη η λύπη και μέγας ο πόνος,
μα ο νους μας διαθέτει ισχύ θεϊκή,
και ο άνθρωπος δείχνει ακόμα και μόνος
πως γιγάντια έχει την αντοχή.

Πόσοι πριν από σένα δεν έχουν πονέσει,
πόσοι τώρα περνούν πιο μεγάλα δεινά!
Μην αφήσεις το βάσανο να σε παιδέψει,
σύμμαχός σου ο χρόνος, και τράβα μπροστά.

Το σκοτάδι που βγαίνει πηχτό και σε σκιάζει
είναι ομίχλη που στέκεται προσωρινά,
την καινούρια αλήθεια να βάλεις σε τάξη,
η ζωή είναι μέρα κι ο ήλιος νικά.


Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Όταν πεθαίνουν τ' άλογα

Σε βαριά συλλογή και απόψε ο γέρο-Μανώλης,
της Δεσπούλας του μένει ανοιχτή η πληγή,
το μεγάλο του σφάλμα, σαράκι, τον τρώει,
πουθενά δε μπορεί ησυχία να βρει.

Σκοτεινιά ξαναβλέπει στης Δέσπως τα μάτια,
σφραγισμένα τα χείλη, βαριά η καρδιά,
η κακή της η τύχη τον κάνει κομμάτια,
στην ψυχή του ισόβια η μαχαιριά.

Δεκατέσσερα χρόνια τον καίει το λάθος
να παντρέψει τη Δέσπω του μες στο χωριό,
Ερινύες τον τρων από τότε με πάθος,
πώς αυτός να το πράξει ένα τέτοιο κακό.

Ζοφερό και σκληρό είχε ρθει το πενήντα,
τα ερείπια βγάζαν ακόμα καπνούς,
το χωριό ρημαγμένο, χαροκαμένο,
κάποια σπίτια μετρούσαν και πέντε νεκρούς.

Είχε μπει πια η Δέσπω στα εικοσιπέντε,
αγωνία στο σπίτι, το ράφι απειλή,
κι ο Μανώλης να ψάχνει και να ρωτάει.
Τα κορίτσια πολλά, λιγοστοί οι γαμπροί.

Είχε ωραία παιδιά ο Μανώλης στο νου του,
για τη Δέσπω να βρει παλληκάρι σωστό,
ο εμφύλιος όμως τραχύς στο χωριό του.
Και χαθήκαν τριάντα. Μεγάλο κακό!

Οι καλύτεροι έπεσαν μες στον αγώνα,
δίχως να ’χουν ποτέ υποψία καμιά,
σε σκακιέρα συμμάχων τούς κάναν πιόνια
και παιχνίδι στην πλάτη τους παίξαν κρυφά.

Προξενήτρες στο σπίτι τού γέρο-Μανώλη
ψωραλέα γαϊδούρια σαν άτια υμνούν,
του συστήνουν και άγνωστους από την πόλη.
Και της Δέσπως τα χρόνια δεν καρτερούν.

Ποιον να βρει να διαλέξει ο γέρο-Μανώλης 
και η Δέσπω δε θέλει να φύγει μακριά 
απαιτήσεις δεν έχει, πολλά δε ζητάει,
πάνω απ’ όλα, ο νέος να έχει ανθρωπιά.

Επιτέλους ο γάμος, το ράφι στην άκρη,
το μη χείρον ο νέος, παιδί τού χωριού,
της Δεσπούλας η τύχη ριγμένη σαν ζάρι,
μουδιασμένη ελπίδα σωστού τυχερού.

Απ’ την τρίτη βδομάδα το πρώτο σημάδι,
σ’ έναν λόγο απλό, μια αιτία μικρή,
του ανθρώπου η γλώσσα γεμάτη φαρμάκι.
Και οι θειές ορμηνέψανε υπομονή.

Ξεδιπλώθηκαν κι άλλα, μικρά και μεγάλα,
στου ανθρώπου τη σκέψη στραβές οι βουλές,
κάθε λίγο βουρκώνουν της Δέσπως τα μάτια,
στην καρδιά της κρυάδα, μικρές οι χαρές.

Μαραζώνει η Δέσπω στου κόσμου τη σφύρα,
δεν τολμά να διαρρήξει αιώνων δεσμά,
των ηθών οι χαλκάδες ορίζουν τη μοίρα.
Του ανθρώπου η αξία βαδίζει αργά.

Δεκατέσσερα χρόνια απ’ του γάμου την τύχη,
δυο παιδιά έχει η Δέσπω, απαντοχή,
και ο γέρο-Μανώλης σε άφατη λύπη,
σιγανά, σαν τραγούδι, μονολογεί:

Μες στην τύχη πολλά τα στραβά και τ’ ανάποδα,
ποιος θα βρει τα παλιά, ποιος θα δει τα καινούρια,
σαν πεθάνουνε, κόσμε, τα άλογα,
παίρνουν αξία τα γαϊδούρια.
                                              
                                            Ο γέρο-Μανώλης έκλεισε τα μάτια του το 1964, παραμι-
                                            λώντας στα τελευταία του για το κρίμα που τον βάραινε.
                                            Η Δέσπω πέθανε το 2010, με τη βεβαιότητα πως, ό,τι κι αν 
                                            πέρασε, ήταν γραμμένο …

                                                

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Το γιατί και το διότι

Αυτοί αποφασίζουν, αυτοί τα λογαριάζουν, 
ποιους θέλουν απολύουν, ποιους θέλουν καταργούν,
τους άσπονδους εχθρούς τους τώρα τους αγκαλιάζουν,
παλιές επιλογές τους δεινά τις λοιδορούν.

Δικά τους λίγο-λίγο τα σπίτια και τ' αμπέλια,
τα έχουν παραλάβει να τα διαχειριστούν,
τους Άλλους θα ρωτήσουν πώς έχουνε τα κέφια,
αν θέλουν τα νοικιάζουν, αν θέλουν τα πουλούν.

Κι υπήκοοι στημένοι μπροστά σε παπαγάλους,
κουζίνες, αστρολόγους και μπούστα ανοιχτά,
με χέρια σταυρωμένα κοιτάζουν φελλοκάλους,
ακόμα θρονιασμένους σε πόστα παχυλά.

Μπροστά τους παρελαύνουν και τόσοι καιροσκόποι,
πανεύκολες αρνήσεις, συνθήματα κενά,
και βγήκανε και φίδια, χυδαίοι δημοκόποι,
με άτεχνα κρυμμένα μαχαίρια φονικά.

Εκείνους που για χρόνια διαβλέπαν τους κινδύνους,
και δείχνανε τα λάθη στρεβλής πολιτικής,
τους βάζαμε στην άκρη, τούς βλέπαμε Φρυνίχους.
Και τώρα βρες, πολίτη, σε ποιον να βασιστείς.  

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Φεγγαρένια μου

Σαν την πανσέληνο η αγάπη μας,
ολόγιομη, κατάφωτη, ακέραια.
Με μία όμως διαφορά·
μια νύχτα μόνο ζει εκείνη
κι ύστερ’ αρχίζει η φθορά·
της χάσης νομοτέλεια.

Μα η δική μας μένει ίδια,
ολόγιομη, κατάφωτη, ακέραια,
και η πεποίθηση βαθιά
πως θά ’ναι πάντα έτσι,
χωρίς της χάσης τ’ άγγιγμα,
χωρίς καμιά φθορά.


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Νύχτα

Μην ενδίδεις στης νύχτας τις όποιες ορμήνιες,
στο σκοτάδι της όλα τα βλέπεις θολά,
πότε μέσα στην άβυσσο θέλουν σε ρίχνουν,
πότε ψεύτικα δίνουν στη σκέψη φτερά.

Σαν γυρίσουν οι ώρες και φέρουν τη μέρα,
μες στο φως θα χαθούν οι μεγάλες σκιές,
θηριώδη μεγέθη, που έπλασ’ η νύχτα,
σε διαστάσεις θα έρθουν και πάλι σωστές.

Μην αφήνεις τη νύχτα να βάζει κανόνες,
σ’ εμποδίζουν το θάρρος σου να ξαναβρείς,
φέρνε μπρος σου γνωστές ανθισμένες εικόνες,
να τις κάνεις πυξίδα σου, να πορευτείς.



Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Αργοπορημένη τύχη

                                                 (της Αρετούλας)
Χρόνε, σεβάσου των δυο μας τα δάκρυα,
της ερημιάς μας τ’ ατέλειωτα χρόνια,
βάρη στη μνήμη μας χίλια δυο άδικα
και των χειμώνων μας άλιωτα χιόνια.

Τώρα που φτάνουμε πλέον στη δύση μας
κι όλο πιο γρήγορα φεύγουν οι μέρες,
τώρα που δείχνει ν’ αλλάζει η τύχη μας
και να ξεφεύγουμε από τις ξέρες,

ας κρατηθεί φωτεινό το λυχνάρι μας
να ζεσταθούν παγωμένες ελπίδες,
να μαλακώσει το μαξιλάρι μας.
Δε σου ζητούμε να σβήσεις ρυτίδες.

Ήταν πολλές στη ζωή οι προσπάθειες,
όμορφα πλάσαμε τα όνειρά μας,
ψεύτικες βγήκανε τόσες συμπάθειες,
σπάσαν ξανά και ξανά τα φτερά μας.

Στο περιθώριο έτσι σπρωχτήκαμε,
στο καταφύγιο της μοναξιάς μας,
από δικούς μας σκληρά ξεχαστήκαμε,
απονεκρώθηκε η καρδιά μας.

Στην κοσμοέρημο, τώρα βρεθήκαμε,
μία συνάντηση τόσο τυχαία,
διστακτικά ένα βήμα τολμήσαμε
κι άνοιξε μπρος μας πλατιά η αυλαία.

Από το κώμα ξανά οι αισθήσεις μας,
και το χαμόγελο θέλει ν’ ανθίσει,
ίσως η Τύχη μας μέσα στις τύψεις της,
θέλησε τ’ άδικο να εξαλείψει.

Μη ψαλιδίσεις το όποιο υπόλοιπο,
Χρόνε, να ζήσουμε την ευκαιρία,
ούτε ζητούμε το κάτι αλλιώτικο,
μόνο δυο ψήγματα στην ευτυχία.


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Χωρίς Ερινύες

Γίναμε φίλοι καλοί με το Γιάννη
μες στη θητεία κοινοί οι καημοί.
Ίδια ματιά για του κόσμου την πάλη,
όμοιες απόψεις μας για τη ζωή.

Τέλος θητείας, μεγάλη η χαρά μας,
όμως κι η λύπη μας τού χωρισμού.
Είχαμε όλη τη νιότη μπροστά μας
και προσμονή ενός κόσμου καλού.

Ήρθε ο πόλεμος, ντύθηκα πάλι,
μπήκαν στην άκρη τα σχέδια ζωής,
με ξιφολόγχη στο κρύο, στη λάσπη
δώσαμε μάχες, αγώνα τιμής.

Ήρθαν οι Ούννοι, στη χώρα οδύνη,
τρόμος και πείνα, βαριά η σκλαβιά,
μ’ έφερε πάλι στην Πίνδο η ευθύνη,
για την Πατρίδα τα πάντα δεκτά.

Βρήκα στα όρη το φίλο μου Γιάννη
με τους αντάρτες στην πρώτη γραμμή,
και στα διαλείμματα, λόγια και πάλι
για κοινωνία καινούρια, σωστή.

Διαχειριστήκαμε λίρες Εγγλέζων,
τίμια, άδολα και καθαρά,
για οικογένειες των σκοτωμένων,
αδελφοσύνη και ανθρωπιά.

Μες στων μαχών τούς καπνούς και τη μπόρα
έχασα πάλι το Γιάννη, μακριά.
Όταν οι Ούννοι αφήσαν τη χώρα,
άρχισαν νέα, εμφύλια δεινά.

Πάνω στα ερείπια ήρθε η διχόνοια,
θέλαν κι οι Άγγλοι λιρών «πληρωμή»,
πρόθυμα βρήκαν εγχώρια πιόνια,
κάναν βαθύτερη την πληγή.

Βάρβαρα χρόνια, κι ας φύγαν οι Ούννοι,
χόρτασα τ’ άδικο και το διωγμό,
τρέξαν δοσίλογοι, βγήκαν οι σπιούνοι
κι ήταν ο βούρδουλας το ευχαριστώ.

Κύλησαν χρόνια και ήρθε το εξήντα,
όλα τα όνειρα απατηλά,
για μεροκάματο ως την Αθήνα,
χτίζαν και ρέματα μες στα βουνά.

Σ’ ένα θηρίο των πέντε ορόφων
άρχισα δάπεδα και μωσαϊκά,
θέα ωραία κατάφυτων λόφων,
σίγουρα, ήταν πολλά τα λεφτά.

Δεύτερη μέρα και ξάφνου μπροστά μου
ήρθε ο φίλος μου ο καρδιακός,
άνοιξα διάπλατα την αγκαλιά μου,
ήταν ο Γιάννης. Στεκόταν βουβός.

Άκομψα δάκρυα, βλέμμα σβησμένο,
μπόρεσε δύο κουβέντες να πει,
κάτι ψελλίσματα για πεπρωμένο,
κάτι πως έφταιγε ώρα κακή.

Ήταν δικό του αυτό το θηρίο,
ομολογία και ενοχή,
άνοιξε η μνήμη εκείνο τ’ αρχείο,
δυο κάσες λίρες που είχαν χαθεί.

Θλίψη αφόρητη μες στην ψυχή μου,
δε βρήκα λέξη, στο Γιάννη να πω,
μόνο αντίο στο φίλο που σβήνω,
απελπισία και δάκρυ πικρό.

(Κι αν έρθουν νύχτα οι σκοτωμένοι,
όλα εκείνα τ’ αγνά τα παιδιά,
και τον ρωτήσουν απορημένοι
πού πήγαν τόσα ιδανικά;)

Τώρα εδώ, στου σπιτιού μου την κόχη,
τρέχει και φεύγει γοργά η ζωή,
τρέχει κι η μνήμη σε όλα τα όχι,
κάποτε η φτώχεια μου με λοιδορεί.

          Αφήγηση του Γιώργου Κ. (1915-1985) που, ως το τέλος,
          αγανακτούσε με την τιμιότητά του, από την οποία δε  
          μπόρεσε ποτέ να …απαλλαγεί.


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Καπνοί και ορυμαγδοί

                 «Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
                  μες σε καπνούς και σε βρισιές
                 (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
                  ………………………..                 
                  Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
                  και κάπου εφτυούσε καταγής.»
                                     Κ. Βάρναλης
Σπάνιο πλέον το φτύσιμο στα καφενεία,
είμαστε χώρα Ευρώπης,
φαίνεται πια λειτουργούνε σωστά τα σχολεία,
των πολιτών υψηλή η ποιότης.  

Βέβαια,
μες στους κλειστούς μας τους χώρους δε βρίσκεις αέρα,
μόνο τσιγάρων πολλών τον καπνό,
κι όποιος γκρινιάζει γι’ αυτό στην παρέα,
μάλλον παράξενος στον τόπο αυτό.
Και στη διασκέδαση μένει ποτό και ξενύχτι,
με μουσικές κραυγαλέου ρυθμού.
Και στου χωριού την πλατεία, στο πανηγύρι,
τώρα μεγάφωνα ορυμαγδού.

Κι αν η ωραία μας λέξη ψυχαγωγία,
για τους πολλούς είναι γράμμα κενό,
είμαστε χώρα που έχει λαμπρή Ιστορία,
δώσαμε σ’ όλους πολιτισμό.
Ίσως να θέλουμε έναν ακόμα αιώνα,
για να τον φέρουμε πάλι εδώ.


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ηχώ

                                        (μνήμη Ανατολής Κ.)
Βροντές κι αστραπές στη φυγή σου
κι οι λέξεις σου ήταν στη λάσπη κοντά,
σαν κάποιος αγνώριστος μες στη φωνή σου.
Και όμως! Φωτίστηκαν λόγια παλιά.

Μετά τα συντρίμμια, εσύ τη ζωή σου
αμέριμνος, ήσυχος και ευειδής,
καινούρια η κοίτη, κρυμμένη η ψυχή σου,
υποκρισίας δεινός ποιητής.

Μα ήρθε η ώρα τής νέας φυγής σου,
που είναι διωγμός κι όχι νέα φυγή,
ο λόγος τής άλλης στην κεφαλή σου,
λες κι είναι ηχώ τής δικής σου φωνής.

Βρεθήκανε άλλα, ως Νέμεση, χείλια,
δικαία να ρίξουν ευθεία βολή,
αργή, αλλά ήρθε σωστή τιμωρία,
οι πάντες να δουν τη γυμνή σου ψυχή.


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Ενοχές

Κακόψυχη, στενόκαρδη, αγέλαστη
η θεία μου η Σουλτάνα,
κι ένας δε βρέθηκε ποτέ να πει
λόγο καλό γι’ αυτή.

Από μικρή, πως λέγαν οι μεγάλοι,
κακότροπη κι ατίθαση.
Ο άντρας που της δώσανε την άντεξε δυο μήνες,
και ζούσε πάντα μοναχή,
κάποιοι τη χαιρετούσαν.

Ήρθ’ ο καιρός και πέθανε η θεία η Σουλτάνα
κι ούτ’ ένας δεν εδάκρυσε,
όμως καθώς γυρίζαμε οι λίγοι απ’ την ταφή,
βαρύθυμοι μιλήσαμε για κάποια ενοχή.
Πως ίσως θα ’πρεπε κι εμείς,
όσο κακή κι αν ήταν,
να δείχναμε καλότροποι και πλέον προσηνείς.
Μπορεί και να ραγίζαμε την πέτρα τής καρδιάς της.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο μπέης Τρόικας στο Σκυψοκέφαλο

                                    (από ένα παλιό χειρόγραφο)
Καινούριος μπέης στο χωριό απ’ άλλο βιλαέτι
και οι τελάληδες μιλούν για νέο νομοθέτη
εδώ στο Σκυψοκέφαλο, το ένδοξο χωριό μας·
είναι ο Τρόικας ο τρανός, ήρθε για το καλό μας.

Είπαν θα σώσει το χωριό απ’ όλες τις αρρώστιες,
ξέρει καλά τις συνταγές, όλες σε ξένες γλώσσες,
θα χρειαστεί όμως καιρό – πώς κάνει μία κλώσα 
να προστεθούν, ν’ αφαιρεθούν κάποιες χιλιάδες γρόσια.

Ακούσανε οι χωριανοί τα νέα τα χαμπέρια,
καθήσαν στα σπιτάκια τους, σταυρώσανε τα χέρια,
όλοι τους τώρα καρτερούν το μπέη να τους δώσει
φαρμακογρόσια μπόλικα και το χωριό να σώσει.

Ο μπέης κοίταξε παντού και βρήκε τα δεφτέρια,
σκάλισε τα παλιά χαρτιά, τα χίλια βερεσέδια,
οι δημογέροντες μιλιά δεν τόλμησαν να βγάλουν,
τα λόγια τους μασήσανε, μ' αυτόν πώς να τα βάλουν;

Άφθονα γρόσια άφησε ο μπέης να μοιράσουν
για λίγους μήνες, δανεικά, να έχουν να περάσουν,
έφυγε γι’ άλλα δυο χωριά σε ξένα βιλαέτια,
κι εκεί να δώσει δανεικά με άλλα μουραφέτια.

Μα νόμους ζήτησε σκληρούς, οι άρχοντες να βάλουν,
τα γρόσια είναι δανεικά – γι' αυτό μην αμφιβάλουν –
κι όσα παλιά οι χωριανοί τα είχαν συνηθίσει,
αν δεν τ’ αφήσουν γρήγορα, αλλιώς θα τους μιλήσει.

Χωρίς περίσκεψη πολλή, η δημογεροντία
καινούριους νόμους όρισε για την περιουσία,
γρόσια πολλά να μαζευτούν, ο μπέης πώς προστάζει,
κι όταν εδώ θα ξαναρθεί, αλλιώς να τα μοιράζει.

Κι αρχίσαν φόροι σαν βροχή, χαράτσια σαν χαλάζι,
τρέχουν να βρουν οι χωριανοί, τι μένει, τι αλλάζει.
Δουλειές παλιές και μαγαζιά έχουνε σταματήσει,
καθένας ψάχνει μόνος του το πρόβλημα να λύσει.

Φόροι-χαράτσια σε παλιούς και νέους αραμπάδες,
φόροι σε σπίτια και αυλές, ταράτσες, καμινάδες, 
εξώστες, σκάλες, οβορούς, κοτέτσια και αχούρια,
φόροι και στα καματερά, φόροι και στα γαϊδούρια.

Φόροι στους στάβλους, στα μαντριά, στις στάνες, στα ντουβάρια,
φόροι στα γιδοπρόβατα, και στέρφα και γαλάρια,
χαράτσι στα παλιάμπελα, στους λόγγους, στα τσαΐρια.
Πολλοί που φοβηθήκανε κρύψανε τα μπακίρια.

Όσοι μπορέσαν πούλησαν, τους φόρους να ξοφλήσουν
και πήρανε τα μάτια τους αλλού να ροβολήσουν,
οι άλλοι, δουλοπάροικοι σε νέους τσιφλικάδες, 
ξεχάσανε και σβήσανε παππούδες, πατεράδες.

Τα πάντα πουληθήκανε σε ξένους παραλήδες
που δε γνωρίζουνε χωριά, δεν ξέρουνε πατρίδες.
Σε δρόμους και σε κτήματα ονόματα καινούρια:
Ντραγκώφ, Μερκώλ, Ολάχτ, Αλί, Τσιν Κον, Βαρόζ, Αλμούρια
                            
Ντόπιοι στο Σκυψοκέφαλο σήμερα δεν υπάρχουν,
μονάχα ξένοι κατοικούν, σε άλλες γλώσσες γράφουν,
χίλιες φυλές και μωσαϊκό ο τόπος έχει γίνει
και τώρα δημογέροντες, οι φραγκολεβαντίνοι.

1. Για το όνομα Τρόικας, του μπέη, υπάρχουν διάφορες εκδοχές: α) από το τροκάνι, κουδούνι που κρεμούν στο λαιμό των προβάτων, β) από τη λέξη τρόμος, γ) από τη λέξη τρόπαιο, δ) από το δημοτικό τραγούδι «τρία πουλάκια κάθονταν…» κλπ.
2. Το όνομα του χωριού Σκυψοκέφαλο προέρχεται από το αρχαίο Υψηλοκέφαλον (οι κάτοικοι δεν έσκυβαν σε κανέναν το κεφάλι). Με την πάροδο του χρόνου το όνομα διολίσθησε σιγά-σιγά, ακολουθώντας την εξέλιξη των πραγμάτων: Υψηλοκέφαλον-Ψηλοκέφαλο-Ψιλοκέφαλο-Λειψοκέφαλο-Κυψοκέφαλο-Σκυψοκέφαλο…


Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Πολίτης και φασισμός

Βλέμμα φιδιού, ακατέργαστο μίσος-
κάθ’ ετερόδοξος είναι εχθρός-
μες στο μυαλό του ο άριος μύθος
και το σκοτάδι το δείχνει για φως.

Έτοιμο έχει κρυμμένο μαχαίρι,
βία και αίμα χωρίς δισταγμό,
έχει οδηγό τού αδόλφου το χέρι
και απερίσκεπτο τον οπαδό.

Κράτα ανοιχτές τις κεραίες, πολίτη,
πάντα το χρέος σου θα σε καλεί,
της Ιστορίας παλιά η οδύνη
και η ευθύνη βαριά προσταγή.

Πάνω απ’ όλα τού ανθρώπου η αξία,
όλα τα άλλα φαντάζουν μικρά,
μην ορρωδήσεις μπροστά σε θηρία,
όρθωσε φράχτη με νου κι ανθρωπιά.


Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Πρώτη Γυμνασίου

Πικρός ο Σεπτέμβρης στο νέο σχολείο,
Γυμνάσιο πια, μακριά το χωριό,
η πόλη μικρή, μα για μένα μεγάλη,
οι άνθρωποι άλλοι, τοπίο θολό.

Κατάλογοι νέοι, «σκασμός», «στοιχηθείτε»,
χαστούκια αδιάντροπα, άγριες φωνές,
εκεί που ζητούσαμε χείρα βοηθείας,
εχθρούς μάς φερθήκαν, μικρούς μαθητές.

Στα λίγα μας γίδια φτερούγισ’ η σκέψη,
να φύγω ξανά στις δικές μου πλαγιές,
χωρίς απειλές σπουδαγμένων δασκάλων,
των λύκων καλύτερες οι υλακές.

Μ’ αρέσαν τα γράμματα και τα βιβλία,
τον κόσμο να μάθω, να ξέρω πολλά,
μα πάνω απ’ όλα ζητούσα μονάχα,
να μη με προγκίζει ποτέ η σκλαβιά.

Σκληρή η βδομάδα και είπα θα φύγω
και ας συγκρουστώ με παππού και γονείς,
που είχανε βάλει σκοπό τους και όρκο,
σπουδαίος να γίνω, να είν’ ευτυχείς.

Τη δεύτερη ώρα, πρωί τού Σαββάτου,
το διάλειμμα χτύπησε λυτρωτικό,
και μες στο προαύλιο, δίπλα στη βρύση,
μπροστά μου ένα πρόσωπο μοναδικό.

Καμπάνα αντήχησε μες στην καρδιά μου,
για πρώτη φορά χτύποι τόσο τρελοί,
για πρώτη φορά ένα τέτοιο κορίτσι.
Κομμένη ανάσα, χαμένη φωνή.

Και όπως την κοίταζα μαρμαρωμένος,
τα βλέμματα ήρθαν στην ίδια γραμμή,
το ρόδινο φώτισε τα μάγουλά της.
Κουδούνι για μάθημα. Μεταβολή.

Αιώνας να φύγει η τρίτη η ώρα,
τρεχάλα στο διάλειμμα κι αναμονή.
Με άλλα κορίτσια παρέα μεγάλη,
κι εγώ απ’ την άκρη να δω αν με δει.

Περάσανε ώρες, περάσανε μέρες,
διαγράφτηκαν γίδια, πλαγιές και φυγή,
απάνω απ’ όλα το πρόσωπο εκείνης,
και ήτανε τόσο γλυκιά ταραχή.

Μαθήματα δύσκολα, ώρες μελέτης,
μα πείσμα να είμαι καλός μαθητής,
πρωί ανυπόμονα για το σχολείο,
και μες στην ψυχή μου φωτιά προσμονής.

Και κει που τα βλέμματα είχαν πυκνώσει,
απρόσμενα ήρθε η άλλη φυγή.
Μακριά μου σε πήραν μια νύχτα, Αννούλα,
στου κόσμου την άκρη μετεγγραφή.

Εγώ στο σχολειό μας, εσύ στη Μελβούρνη,
οι ώρες κι οι μέρες γυρίσαν βαριές,
τετράδια, βιβλία και μέσα η μορφή σου
κι ας ήτανε όμορφες γύρω πολλές.

Προσπάθησα χρόνια, να μάθω, Αννούλα,
και γράμματα έστειλα για να σε βρω,
αλλιώς είχε κάνει τα σχέδια η Τύχη,
μα πάντα απάνω μου σε κουβαλώ.

Και τώρα, Αννούλα, που παίζω μ’ εγγόνια,
η μνήμη σε φέρνει μπροστά μου, κρυφά,
και όσο περνούνε και φεύγουν τα χρόνια,
αέναη καίει εκείνη η φωτιά.


Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Το χέρσο

                                                     
Της ψυχής σου το χέρσο, καιρός να σκαλίσεις,
τ’ αγριόχορτα έχουνε γίνει πολλά,
λιγοστεύει ο χρόνος και δε θα γνωρίσεις
πώς ανθίζει κι απλώνεται η ανθρωπιά.

Στο καβούκι σου μένεις για χρόνια κλεισμένος
και τους πάντες κρατάς από σένα μακριά,
στο εγώ σου με πείσμα γερά γαντζωμένος,
σε κανένα δε θέλεις να δώσεις χαρά.

Αν θυμάσαι ακόμα που σ’ έχουν πικράνει
και σε σπρώξαν, στην άκρη τού κόσμου να βγεις,
της χαράς προσφορά, έστω σ’ έναν, θα φτάνει
στης ψυχής σου το χέρσο λουλούδια να δεις.