Μια αληθινή ιστορία, 1950
Στα δεκαεννιά της η Αρτέμω,
στα είκοσι η Μαριγώ
έχουνε πλέον μεγαλώσει, ήρθε
καιρός για το γαμπρό.
Οι αδερφές αγαπημένες έχουν
κοινά τα μυστικά,
συνηθισμένες οι κουβέντες
για προξενιά και για προικιά.
Η Μαριγώ με βλεμματάκια
πλησίασε το Νικολή,
το γείτονα που συμπαθούνε
και είναι όμορφος πολύ.
Στο πίσω δώμα συναντήσεις
και κάποια βήματα μικρά,
διστακτικές χειρονομίες,
ωραία λόγια τρυφερά.
Οι αδερφές τα κουβεντιάζουν
και η Αρτέμω τη ρωτά,
αν προχωρούνε οι κινήσεις,
αν δείχνει πως την αγαπά,
αν έχει δώσει υποσχέσεις,
άμα το σκέφτεται να ρθεί·
μεγάλο έχει ενδιαφέρον και
λέει πως ανησυχεί.
Είναι πολύ νωρίς ακόμα της
απαντά η Μαριγώ,
από μικρή συγκρατημένη,
άτομο ήταν λογικό.
Μ’ αν αύριο το
προχωρήσει και της μιλήσει για παντρειά,
θα πει το ναι, για να
κινήσει και της Αρτέμως η σειρά.
Γοργά κυλήσαν δέκα μέρες,
και κάποιο σούρουπο ζεστό
η Μαριγώ, για ένα σκεύος στο
καμαράκι το στενό.
Τραβάει την παλιά πορτούλα,
να δει το σκεύος προσπαθεί
και βρίσκει μπρος της την
Αρτέμω στην αγκαλιά τού Νικολή!
Στέκει ακίνητη μπροστά τους,
χαμένη νιώθει τη φωνή,
ένα παράπονο την πνίγει για
την καλή της αδερφή.
Την αγκαλιάζει η Αρτέμω,
«συγχώρεσέ με, Μαριγώ,
μια φλόγα μ’ έχει καταλάβει,
δε μπόρεσα να κρατηθώ».
Κλαίνε κι οι δυο στο
καμαράκι, τι πρέπει άραγε να πουν,
ποιος το περίμενε ποτέ τους,
έτσι τα πράγματα να ρθούν!
Ο Νικολής εκεί στην άκρη
στέκει αμίλητος σκυφτός,
στη Μαριγώ εκτεθειμένος,
μεγάλος ένοχος αυτός.
Βρήκε φωνή για να μιλήσει η
Μαριγώ η συνετή,
«για μένα πλέον τελειωμένη η
ιστορία μου αυτή».
Γύρισε πίσω μοναχή της στο
δρόμο τής υπομονής,
ξεπλένοντας τα δάκρυά της,
μη καταλάβουν οι γονείς.
Αργοκυλήσανε οι μέρες, η
Μαριγώ η συνετή
με περισσή μεγαθυμία
συγχώρεσε την αδερφή.
Θυμήθηκε της προγιαγιάς της
εκείνο το παλιό ρητό
«μη φοβηθείς ποτέ την τύχη,
το κάθε εμπόδιο για καλό».
Δεν πέρασαν οχτώ βδομάδες
και βγήκε νέο τυχερό,
μονάχος ήρθε ο Ευθύμης και
ζήτησε τη Μαριγώ.
Τον ξέραν όλοι δουλευτάρη
και συνετό και σοβαρό·
με σιγουριά και προθυμία
είπε το ναι η Μαριγώ.
Τον άλλο μήνα δύο γάμοι,
νύφες κι οι δύο αδερφές,
βρήκανε όλα το ρυθμό τους,
πιάσανε όλες οι ευχές.
Οι αδερφές αγαπημένες
περάσαν ήσυχη ζωή,
ο Νικολής και ο Ευθύμης σαν
δύο φίλοι καρδιακοί!