Κοσμήματα
γραφής οι αναρτήσεις,
μια
πανδαισία αισθημάτων ευγενών,
κρυστάλλινες,
μεστές τοποθετήσεις.
Και
κάποιες νύξεις σχολικών εμπειριών.
Ευγενική
κι η επικοινωνία
και
τα μηνύματα, ουσίας και θερμά,
αυθόρμητα
κι οι δυο για γνωριμία,
κι
ας ήτανε τα χιλιόμετρα πολλά.
(Θα
είναι άραγε καθάρια κι η μορφή της;
θα
ξεπροβάλουνε στο βλέμμα της σκιές;
θα
έχει ίδια θέρμη κι η φωνή της;
θα
παραμείνει η συγκίνηση του χτες;)
Στη
Λάρισα, Τετάρτη μεσημέρι,
και
για σημάδι ένας φάκελος λευκός.
Την
είδα που τον κράταγε στο χέρι.
Μα
σαν πλησίασε, στο στήθος μου σεισμός!
Η
μόνη λέξη μου: Αννούλα! ραγισμένη.
Κι
εκείνη, λες κι απόμεινε βουβή.
Στη
μέση τής πλατείας σαν χαμένοι,
και
με τα μάτια να ρωτούνε το γιατί.
Δεν
το κατάφεραν καθόλου ν’ απαντήσουν,
τα
δάκρυά μας δε μπορούσαν να σταθούν,
κάτι
προσπάθησαν τα χείλη να ψελλίσουν,
οι
λέξεις άφαντες, πού πήγαν να κρυφτούν;
Μπροστά
μου η Αννούλα! το κορίτσι!
πανέμορφη,
με τ’ άσπρα της μαλλιά,
Πενήντα
χρόνια! πότε είχαν φύγει;
και
ζωντανέψανε εκείνα τα παλιά.
Όταν
βρεθήκαμε στην πρώτη Γυμνασίου
κι
είχαμε λόγια, με τα μάτια μόνο, πει,
την
ευτυχία, ξαφνικά, τού προαυλίου
την
πήρε μακρινή μετεγγραφή.
Τώρα
τα χέρια μου στα χέρια της πλεγμένα,
τα
βλέμματά μας ένας γόρδιος δεσμός,
τα
λόγια παραμένανε κρυμμένα.
Μα
τι παιχνίδι μάς ετοίμασε ο καιρός;
Ήτανε
όλα τής Αννούλας αναρτήσεις,
κόσμημα
έξοχο το κάθε της γραπτό
κι
εκείνες οι ωραίες συγκινήσεις,
πώς
να μπορέσω να το φανταστώ;
Πόσο
να μείναμε εκεί καθηλωμένοι;
πολύς
ο κόσμος, μα εμείς μονάχα δυο,
στο
ξύλινο παγκάκι καθισμένοι,
τα
λόγια δύσκολα, οι κόμποι στο λαιμό.
Ο
χρόνος στο μυαλό σταματημένος,
μα
της πλατείας το ρολόι ηχηρό,
το
περιθώριό μας πια στο τέλος,
είχε
καθένας το δικό του σπιτικό.
Για
το βορρά εγώ, εκείνη για το νότο.
Κι
ένα φιλί μονάχα, πριν το χωρισμό.
Πενήντα
χρόνων το φιλί. Το πρώτο!
Θα
παραμείνει στη ζωή μοναδικό…
(Οι στίχοι αποτελούν μια εκδοχή συνέχειας
στην ανάρτηση «Πρώτη Γυμνασίου»).