Κυλούνε
οι μήνες, το φως λιγοστεύει
κι
ο πόνος δεν παύει να μένει οξύς,
στη
ζήση ο πόθος πιστός παραμένει
κι
ας είναι της μέρας ο κόπος βαρύς.
Ογδόντα
τα χρόνια, λυγίζουν την πλάτη,
τα
πόδια κι οι ώμοι φωνάζουν: αρκεί!
Μα
έχω εσένα! Κι ας είσαι φευγάτη,
εσύ,
ο γλυκός μου σκοπός στη ζωή.
Εξήντα
γινήκανε φέτος τα χρόνια,
που
σ’ έχω κοντά μου και ζούμε μαζί,
κι
αν είσαι φευγάτη και μέσα στα χιόνια,
εγώ
πάντα δίπλα σου, μία ψυχή.
Η
διάγνωση ήρθε γροθιά στο στομάχι,
μια
λέξη μονάχα, σωστός κεραυνός!
Η
άνοια πλέον! Σε άνιση μάχη,
καμιά
θεραπεία, ο χρόνος βουβός.
Δυο
χρόνια στη δίνη, και θέλω ν’ αντέξω,
κι
ο πόνος δεν παύει να μένει οξύς.
Εσένα
μού φτάνει μονάχα να βλέπω,
μπορεί
να μη ξέρεις, μα συ μ’ οδηγείς.
Πανέμορφο
μένεις για μένα κορίτσι,
κι
ας σ’ έχουν χαράξει ρυτίδες πολλές,
σαν
έσπερο σ’ έχω που λάμπει στη δύση,
βαθιά
τυπωμένες, μαζί σου στιγμές.
Χαμένη
η φωνή σου μα πάντα σ’ ακούω,
εκείνα
που μού ’λεγες τόσο γλυκά,
εκείνα
κι εγώ κάθε μέρα σού λέω,
κι
ας τρέχουν τα δάκρυα τόσο πικρά.
Οδεύουν
οι μέρες, μαζεύει η κλεψύδρα,
κι
η μνήμη επίμονη καταφυγή.
Εξήντα
μας χρόνια, σε σένα τι βρήκα!
Εσύ
στης ζωής μου την κάθε πτυχή.
Σε
κάποιες στιγμές ένα δάκρυ σου βλέπω,
θαρρεύω
πως είναι σημάδι επαφής,
μια
λέξη σου έστω, με θέρμη προσμένω,
δε
χάνω την πίστη πως κάτι θα πεις.
Γειτόνοι
και φίλοι μιλήσαν για λύσεις,
ιδρύματα,
οίκους τολμήσαν να πουν,
δεν
ξέρουν πως είναι για μένα σαν ύβρις,
και
ποιες τής ψυχής μου χορδές ακουμπούν.
Μαζί
σου για πάντα, παλιός μου ο όρκος,
τον
είχαμε δώσει απ’ την πρώτη ορμή,
στα
μάτια σου ήταν ο κόσμος μου όλος.
Μαζί!
Κι όποιο τέλος ας δώσει η ζωή.