Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Μέχρι το τέλος

Κυλούνε οι μήνες, το φως λιγοστεύει
κι ο πόνος δεν παύει να μένει οξύς,
στη ζήση ο πόθος πιστός παραμένει
κι ας είναι της μέρας ο κόπος βαρύς.

Ογδόντα τα χρόνια, λυγίζουν την πλάτη,
τα πόδια κι οι ώμοι φωνάζουν: αρκεί!
Μα έχω εσένα! Κι ας είσαι φευγάτη,
εσύ, ο γλυκός μου σκοπός στη ζωή.

Εξήντα γινήκανε φέτος τα χρόνια,
που σ’ έχω κοντά μου και ζούμε μαζί,
κι αν είσαι φευγάτη και μέσα στα χιόνια,
εγώ πάντα δίπλα σου, μία ψυχή.

Η διάγνωση ήρθε γροθιά στο στομάχι,
μια λέξη μονάχα, σωστός κεραυνός!
Η άνοια πλέον! Σε άνιση μάχη,
καμιά θεραπεία, ο χρόνος βουβός.

Δυο χρόνια στη δίνη, και θέλω ν’ αντέξω,
κι ο πόνος δεν παύει να μένει οξύς.
Εσένα μού φτάνει μονάχα να βλέπω,
μπορεί να μη ξέρεις, μα συ μ’ οδηγείς.

Πανέμορφο μένεις για μένα κορίτσι,
κι ας σ’ έχουν χαράξει ρυτίδες πολλές,
σαν έσπερο σ’ έχω που λάμπει στη δύση,
βαθιά τυπωμένες, μαζί σου στιγμές.

Χαμένη η φωνή σου μα πάντα σ’ ακούω,
εκείνα που μού ’λεγες τόσο γλυκά,
εκείνα κι εγώ κάθε μέρα σού λέω,
κι ας τρέχουν τα δάκρυα τόσο πικρά.

Οδεύουν οι μέρες, μαζεύει η κλεψύδρα,
κι η μνήμη επίμονη καταφυγή.
Εξήντα μας χρόνια, σε σένα τι βρήκα!
Εσύ στης ζωής μου την κάθε πτυχή.

Σε κάποιες στιγμές ένα δάκρυ σου βλέπω,
θαρρεύω πως είναι σημάδι επαφής,
μια λέξη σου έστω, με θέρμη προσμένω,
δε χάνω την πίστη πως κάτι θα πεις.

Γειτόνοι και φίλοι μιλήσαν για λύσεις,
ιδρύματα, οίκους τολμήσαν να πουν,
δεν ξέρουν πως είναι για μένα σαν ύβρις,
και ποιες τής ψυχής μου χορδές ακουμπούν.

Μαζί σου για πάντα, παλιός μου ο όρκος,
τον είχαμε δώσει απ’ την πρώτη ορμή,
στα μάτια σου ήταν ο κόσμος μου όλος.
Μαζί! Κι όποιο τέλος ας δώσει η ζωή.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Δυο γυναίκες

Γυναίκα πρώτη
Απ’ την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μόνοι,
η κουβέντα μάς πήρε να βγούμε μακριά,
σε βουνό μαγικό με οξιές τού Οκτώβρη,
και ο ήλιος ζωγράφος μας μες στα κλαδιά.

Των χρωμάτων πλαγιές, θεαινών τα λημέρια,
της Ευτέρπης οι μνήμες, πηγών μουσικές,
συνοδοί μας Δρυάδες, πλεγμένα τα χέρια,
στου ωραίου το είναι, βλεμμάτων σπονδές.

Η εικόνα τού κόσμου, δική σου - δική μου,
και οι στίχοι αυθόρμητοι σαν μια βροχή,
με τροχαίους αγγίζεις γλυκά την ψυχή μου,
με ιάμβους υμνώ τη λεπτή σου μορφή.

Σιγοφεύγουν οι ώρες, το ήθος ακμαίο,
και οι μέριμνες μένουν μακριά στον καιρό,
ομιλίες θερμές και το γέλιο πηγαίο,
απ’ το χέρι πιασμένοι σε δρόμο ανοιχτό.

Γυναίκα δεύτερη
Το απόβραδο άρχισε δίχτυ ν’ απλώνει,
η παρέα τελείωσε, φίλοι καλοί,
στο φιλόξενο σπίτι βρεθήκαμε μόνοι
δίχως πρόγραμμα, ίσως κρυμμένη ευχή.

Οι αμήχανες λέξεις σκεπάζαν ακόμα
έναν ώριμο πόθο, μηνών προσμονή,
το χαμόγελο πια ανθισμένο στο στόμα,
και αδύναμοι γίναν οι δισταγμοί.

Των βλεμμάτων οι νύξεις στα χέρια μιλήσαν,
τ’ ακροδάχτυλα βάλαν φωτιά στην αφή,
δίχως φόβο τα λόγια αβίαστα βγήκαν,
σαν γλυκιά μουσική στην ωραία στιγμή.

Το ημίφως ζεστό, οι κουρτίνες λυμένες
και η φλόγα στα χείλη μετρά την ορμή,
οι κουβέντες απλές, ηδονή φορτωμένες.
Ανθηρό μού προσφέρεις το θείο κορμί.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Γιάλτα

Βούρινος, Βόιο, Τάλιαρος,1
νύχτες, κρησφύγετα, ράχες,
τώρα στο Γράμμο ο Γιάννης κι ο Φίλιππος
σφαίρες, οβίδες και νάρκες.

Πείσμα και πίστη στο όραμα
μιας κοινωνίας δικαίου,
δίχως δυνάστες, παλάτια και ψέματα,
μια πολιτεία τού ωραίου.

Όμως το νήμα τής νιότης τους-
είκοσι χρόνια μονάχα-
κάηκε άθλια μέσα στο σούρουπο
σε δασωμένη χαράδρα.

Δεν ήταν νάρκη απρόσωπη
μήτε ριπή αδελφού αντιπάλου,
ήταν ναπάλμ Γολιάθ αδυσώπητου,
όπλο συμμάχου μεγάλου.

Πείσμα και πίστη στο όραμα,
σίγουροι ήταν οι νέοι!
Γιάλτα δεν άκουσαν, ούτε φαντάστηκαν.
Στον κυνισμό αφημένοι...
                                                              


1. Βουνά τής Δυτικής Μακεδονίας


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Τέχνη

Μέσα στου τέλους μας τη βεβαιότητα,
μέσα στα όρια του πεπρωμένου,
πλήθος ανάγκες μας στη ματαιότητα,
και με το αίσθημα του προδομένου,

στη δεδομένη τού κόσμου αθλιότητα,
στης όποιας τύχης μας τα παιχνίδια,
στην κραυγαλέα επικαιρότητα,
μέσα στην πλήξη σ’ αυτά και στα ίδια,

έρχεσαι Τέχνη με χίλια σου πρόσωπα.
Mες στο θολό τής ζωής μας τοπίο,
με ομορφιά πολεμάς την πεζότητα,
και καθιστάς καθαρό το πεδίο.

Από τα σπήλαια μέχρι τις μέρες μας,
μες στους αιώνες τ’ ωραίο φωτίζεις,
ελευθερώνεις τη φαντασία μας,
αδυνατίζεις προκαταλήψεις.

Είναι το κάλλος σου δύναμη μέγιστη,
βρίσκεις, δονείς τις χορδές τής ψυχής μας,
πότε εγρήγορση, όμορφη έξαρση,
πότε γαλήνης χαρά στη ζωή μας.

Κι όταν τα χρόνια μας γίνονται δίσεκτα
και μακρινές μάς φαντάζουν οι λύσεις,
μες στις πτυχές σου το είναι μας βρίσκουμε,
γίνεσαι φάρος μας και δεσμολύτης.