Ευτυχισμένοι οι εφτά πεντακοσιομέδιμνοι
κι από κοντά τους αστυνόμοι, ιερείς και δικαστές.
Οι άλλοι χίλιοι στο χωριό λες κι ήτανε αμέριμνοι –
οι δούλοι, οι επήλυδες, οι θήτες και οι πελταστές.
Μα ένας δούλος νεαρός, μια μέρα ζωηρός,
μισή κουβέντα ψέλλισε για λεύτερα πουλιά,
κι ο φίλος του ο έπηλυς φώναξε θαρρετός
πως είναι το ψωμί λειψό στα πιο φτωχά παιδιά.
Ακαριαία τρέξανε ακμαίοι αστυνόμοι
και κλείσανε τα στόματα με τσουχτερά ραβδιά,
και οι ανήσυχοι γονείς σαν άλλοι παιδονόμοι
αρχίσανε τις συμβουλές για στόματα κλειστά.
Θορυβημένοι οι εφτά πεντακοσιομέδιμνοι
κι από κοντά τους αστυνόμοι, ιερείς και δικαστές.
Κι οι άλλοι χίλιοι στο χωριό μένουν ακόμα αμέριμνοι.
Σιωπή και νέκρα. Όμως, άηχες μαζεύονται φωνές…