«Πρώτα
απ’ όλα η πατρίδα», του δασκάλου μου η φωνή,
το
’βαλα καλά στο νου μου απαράβατη αρχή,
«Μάρκος
Μπότσαρης ο φάρος, ένας Έλληνας σωστός,
τιμιότητα
και πάθος, πατριώτης φλογερός ».
Μέχρι
τα τριανταέξι, τύπος και υπογραμμός,
αταλάντευτες
αρχές μου και ο βίος συνετός,
ο
μισθός ας ήταν λίγος, μετρημένα τα λεφτά,
μες
στη φτώχεια γεννημένος μού φαινότανε πολλά.
Κάποια
μέρα με προτείναν σε μια θέση σεβαστή,
μού ’παν εκτιμούν το ήθος, τη δουλειά μου τη σωστή,
βρέθηκα
στο υπουργείο και κοντά στον υπουργό,
με
τα μούτρα στη δουλειά μου στης πατρίδας το βωμό.
Ο
μισθός βελτιωμένος κίνησα στεγαστικό,
τα
παιδιά μου μεγαλώναν και το νοίκι ακριβό,
η
ζωή μας μετρημένη, τα προβλήματα πολλά,
όταν
πίσω μου κοιτούσα, έλεγα είμαι καλά.
Γι’
αγορά μηχανημάτων μ’ έβαλαν εισηγητή,
έψαξα
και βρήκα λύση εθνικώς την πιο σωστή,
μα
στο τέλος βρήκαν άλλη στη διπλάσια τιμή,
και
ο υπουργός μού είπε είναι λόγοι σοβαροί.
Σε
καινούριες εισηγήσεις λύσεις εύρισκα σωστές,
μα
οι άλλοι επιλέγαν πάντοτε τις ακριβές,
κι
όταν ζήτησα να μάθω τι γινόταν στα κρυφά,
βρήκα
στο λογαριασμό μου περισσότερα λεφτά,
Στην
αρχή μού βάλαν λίγα σε κρυφό λογαριασμό
κι
ύστερα μου εξοφλήσαν όλο το στεγαστικό,
είπα
πως εγώ δεν θέλω, ούτε είναι αυτά σωστά,
μα
οι άλλοι επιμέναν, έτσι γίνονται αυτά.
Λίγο-λίγο
προχωρούσαν και χοντραίναν τα ποσά,
με
καινούριες πια μεθόδους σιγουρεύαν τα κρυφά,
άλλαζε ο υπουργός μας, ίδιοι
οι μηχανισμοί,
και πολλοί συνάδελφοί μου
είχαν γίνει πια χρυσοί.
Τώρα
στα πενηντατρία έχω βίλα ακριβή,
τ’
αυτοκίνητά μου δύο, άνετα, πολυτελή,
κάπου-κάπου
στη Γενεύη εκδρομή για τουρισμό,
το
υπόλοιπο να βλέπω στον κρυφό λογαριασμό.
Τα
παιδιά μου μεγαλώσαν και το μέλλον τους λαμπρό,
δε χρειάζεται να τρέξουν με
το άγχος για μισθό,
και
παλιές μου νουθεσίες για αγώνα και τιμή,
μες
στο χρόνο πια χαθήκαν, όλα τα ’χω καταπιεί.
Σπάνια
πηγαίνω τώρα στο χωριό μου π’ αγαπώ,
αν
και όλοι μού μιλούνε και δε λεν ποτέ κακό,
μα
εγώ καταλαβαίνω απ’ τα μάτια τους πολλά,
σαν
βουβά να με ρωτούνε πού τα βρήκες τα λεφτά.
Ακριβά
ξενοδοχεία, κρουαζιέρες, εκδρομές,
από
όλα μπουχτισμένος με παρέες αδειανές,
φίλους
πια παλιούς δεν έχω, τους καινούριους τούς μισώ,
το
μυαλό μου όλο τρέχει στον κρυφό λογαριασμό.
Κάποιες
νύχτες με ξυπνάει του δασκάλου μου η φωνή,
το
τριμμένο του σακάκι, η φτωχή του η ζωή,
και
γυρνώ στο μαξιλάρι μήπως ξανακοιμηθώ,
μα
ο ύπνος έχει γίνει πρόβλημά μου σοβαρό.
Όσο
πιο γεμάτη η τσέπη τόσο άδεια η καρδιά,
μα
δεν έχω το κουράγιο να γυρίσω στα παλιά,
και
τα χάπια που μου δίνουν κάποιοι πλούσιοι γιατροί,
δε
μπορούνε να μου σβήσουν του δασκάλου τη φωνή.