Ήταν
Σεπτέμβρης, ζεστός και φιλόξενος,
βγήκε
ταξίδι, γι’ Αθήνα να φύγω,
για
μετακίνηση ήμουν απρόθυμος,
ούτε γινότανε να τ' αποφύγω.
Έντεκα
μέρες μακρύ σεμινάριο –
άλλαζαν κάποια παλιά δεδομένα.
Ήταν στενάχωρη η απουσία μου,
ίδια
για Εκείνη και ίδια για μένα.
Πλήθος
συνάδελφοι, μέγιστη σύναξη,
κάποιες
παλιές των σπουδών μου φιλίες,
σ’
όλων τα πρόσωπα η χρονοσήμανση,
δύο
τουλάχιστον δεκαετίες.
Κύλησαν
μέρες, παρήλασαν ρήτορες,
χίλιες
κουβέντες, ποικίλες ιδέες,
άλλες
κοινότοπες, άλλες αδιάφορες,
κάποιες, ελάχιστες, ήταν σπουδαίες.
Ένατη
μέρα· γλυκιά συναδέλφισσα
δίπλα μου βρέθηκε, έτσι τυχαία,
κάτι
ευπρόσδεκτο μες στο απρόοπτο,
μια
μικροδόνηση, κι ένιωσα ωραία.
Εύκολα
ήρθαν συστάσεις κι ονόματα,
πώς ο καθένας και πού εργασία.
Άνθη συστήθηκε, από την Άμφισσα,
με δωδεκάχρονη υπηρεσία.
Μια
εξοικείωση άμεση κι όμορφη,
σαν
μια παλιά μου καλή γνωριμία
και
με τα μάτια της λες και με κέντριζε
σ’
ένα ξεκίνημα, μια ιστορία.
Ήρθε
ζεστό και γλυκό το απόγεμα,
πάρκο ευπρόσωπο, δεντροστοιχίες.
Όλο
γι αγάπες μιλούσε κι αισθήματα,
για περιπέτειες κι αποτυχίες.
Η
μοναξιά της μεγάλο παράπονο,
κι
όλο τα χέρια κοντά στα δικά μου,
είχα
μπροστά μου μια εύδηλη πρόσκληση,
μα ελεγχόμενη και την καρδιά μου.
Δέκατη
μέρα και πάλι στη σύναξη,
ήρθε
ξανά η Ανθούλα σαν δίνη,
ήτανε μια συμπαθέστατη ύπαρξη.
Πίσω,
πιστή με περίμενε Εκείνη.
Δεύτερο απόγεμα, νέα συνάντηση,
θέματα ανθρώπινα, λόγια ωραία
δεν τελειώνανε· είπαμε κι' αύριο
θα κουβεντιάσουμε τα τελευταία.
Μέρα ενδέκατη, τής αναχώρησης,
μόνοι
οι δυο μας, τα χέρια πιασμένα,
άφθονα
δάκρυα εξομολόγησης,
λόγια
με πόνο και θέρμη βγαλμένα.
«Ήσουν
για μένα δυο μέρες η Άνοιξη,
ήτανε βάλσαμο όσα μού είπες,
δύναμη άντλησα από το είναι σου,
νιώθω πιο εύρωστη τώρα στις λύπες.
Στην κοσμοέρημο βρήκα το βλέμμα σου,
φεύγεις,
μα κάτι ωραίο θα μείνει,
φτάνει που μ’ άκουσες, που με κατάλαβες.
Θαύμασα πόσο δεμένος μ' Εκείνη».
Αγκαλιαστήκαμε
και φιληθήκαμε,
ήμασταν
πλέον παλιοί καλοί φίλοι,
δρόμους αντίθετους μόνοι μας πήραμε,
λέξη δεν είπανε άλλη τα χείλη.
Έφτασα
βράδυ. Εκείνη στο σπίτι μας,
κι
είχε ορθάνοιχτη την αγκαλιά της.
Έντεκα μέρες· τη βρήκα ομορφότερη!
και όπως πάντα θερμή η μιλιά της.
Γνήσια
λόγια γλυκά τής ψιθύρισα,
μες
στην ψυχή της μιλούσε η ψυχή μου,
κι
όταν στα μάτια της δάκρυα αντίκρισα,
πήρε
φωτιά η μικρή ενοχή μου…