(Μνήμη Ανατολής Κ.)
Ήρθες
ξαφνικά απόψε απ’ το πουθενά,
πάνω
σου της δυστυχίας ίχνη φανερά,
ύστερα
από τρία χρόνια σκοτεινής φυγής,
και
στο ύφος σου σημάδια τής βαριάς ντροπής.
Κάποια
λόγια, που δε βρήκες, τότε για να πεις,
και
τα δέκα μας τα χρόνια της κοινής ζωής
τα
διέγραψες μια μέρα μονοκονδυλιά,
κι
έφυγες σα μεθυσμένος γι’ άλλη αγκαλιά.
Τρία
χρόνια πολεμούσα κι έθαψα βαθιά
την
αλόγιστη λατρεία, όλα τα παλιά.
Είπα,
γύρισα σελίδα σ’ άλλη εποχή,
ούτε
πια θα ξαναδείξω τόση ανοχή.
Ήρθες
ξαφνικά απόψε απ’ το πουθενά.
Όπως
έφτασες μπροστά μου, το παλιό ξυπνά,
σε
πλησίασα με θέρμη, μ’ ανοιχτή καρδιά
και
τα χέρια ξεκινήσαν νέα αγκαλιά.
Σε
δευτερολέπτου κλάσμα πρόλαβα μεμιάς,
να
διακρίνω, να διαβάσω βλέμμα πονηριάς.
Αδυσώπητο
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ στήθηκε μπροστά.
Και
τα χέρια υψωθήκαν τώρα σε γροθιά.
Ήταν
περιττά τα λόγια, έφτασε η ματιά,
και
απάντηση ευθεία βγήκε καθαρά.
Ένα
σου ’μεινε μονάχα· η μεταβολή,
και
για μένα επιτέλους λύση τελική.