Εφτά στους δέκα δε με
θέλουν, μου τό ’πανε ξεκάθαρα
και είμαι τώρα
αγχωμένος τα βλέπω όλα άχαρα.
Με είχαν κάνει
κοινοτάρχη και περιμένανε πολλά,
ενώ δεν είχα τα
προσόντα και το γνωρίζανε καλά…
Έκανα λάθη και
βλακείες, μα πάλι με ψηφίσανε
ολίγοι οι αντίπαλοί
μου, στην άκρη τούς αφήσανε.
Μα τώρα έχουν
μετανιώσει οι χωριανοί μου οι καλοί,
τους έχω καταεκνευρίσει
κι έχουνε δίκαιο πολύ.
Εγώ τα πέρασα ωραία
στην εξουσία τού χωριού,
είχα προνόμια μεγάλα
και όχι μόνο τού μισθού!
Απόλαυσα πολλά ταξίδια,
στρωμένα κόκκινα χαλιά,
ταρατατζούμ με
κοινοτάρχες, ρίγη στη ραχοκοκαλιά,
πλουσιοπάροχα τραπέζια
με παροχές πολυτελείς,
κοντά μου πλήθος
υπηρέτες όπως παλιά οι βασιλείς.
Ωραία ήταν όλα τούτα
και δύσκολο να τ’ αρνηθώ
τα έχω τόσο συνηθίσει
και πώς χωρίς αυτά να ζω;
Από την άλλη όμως βλέπω
τα δύσκολα προβλήματα
και πόσους πια να
ξεγελάσω με νέα φληναφήματα;
Με τρώει κι ένας άλλος
φόβος, μήπως του χτες τα ωσαννά,
ορμήσουνε οι θυμωμένοι
και μου τα βγάλουνε ξινά!
Γι’ αυτό θα σηκωθώ να
φύγω απ’ όλα να παραιτηθώ
απ’ το χωριό που δε με
θέλει, μακριά να εξαφανιστώ.
Θα βάλω πλώρη για
Μαλδίβες και άλλα θέρετρα γνωστά.
Για εκατό και βάλε
χρόνια χρήματα έχω αρκετά!