Το
χαρακώνουν οι βροχές, το κατατρών τα χιόνια,
να το χαλάσουν βούλονται, να σβήσουν τον τορό.
Το χτύπησαν στον πόλεμο ακόμα και κανόνια,
μ’ αυτό ποτέ δε χάθηκε και στέκει στο γκρεμό.
Αιώνες αραδίζουνε και το κρατούν τα γίδια,
αγέρωχα κι αφόβιστα σε στράτα φοβερή,
κι από κοντά τους οι βοσκοί, πεισματικά στα ίδια,
ελεύθεροι στην άκρη τους, διαβάτες τολμηροί.
Πολλές φορές το πέρασα κι εγώ το μονοπάτι,
κοντά στα γίδια από μικρός, εκπαίδευση σκληρή,
στο δυσθεώρητο κενό συνήθισε το μάτι,
ακόμα κι αν φοβέριζαν οι άγριοι καιροί.
Μ’ αρέσανε τα γράμματα, τα γίδια τ’ αγαπούσα·
το σπίτι αποφάσισε να πάω να μορφωθώ.
Δε μπόρεσα ν’ αποκριθώ τι πιο πολύ ποθούσα.
Και βρέθηκα για τις σπουδές σε τόπο μακρινό.
Ο τόπος αφιλόξενος μ’ αλλιώτικους ανθρώπους,
αφόρητο το παίδεμα στης πόλης τη ζωή,
να μάθω και ν’ αποδεχτώ αυτούς τούς άλλους τρόπους,
μες στη θολή ατμόσφαιρα και στην οχλοβοή.
Τέσσερα χρόνια στη σχολή, εγκαίρως το πτυχίο,
δυο χρόνια στρατιωτικό, στυφές οι διαταγές.
Μέσω γνωστού μια αίτηση σε κάποιο υπουργείο,
σε δύο μήνες πέρασα σε πόρτες κρατικές.
Γραφείο μ’ άλλους τέσσερις στο κέντρο, στην Αθήνα,
ωράριο κανονικό και ο μισθός καλός.
Οι τρεις βαριούνταν τη δουλειά, μιλούσαν για ρουτίνα,
ο τέταρτος ευχάριστος, συνήθως γελαστός.
Στο σπίτι μου περήφανοι για το διορισμό μου,
κι ας ήμουν από το χωριό χιλιόμετρα μακριά,
βρέξει–χιονίσει λέγανε θα έχω το μισθό μου,
και όλα τα θαρρούσανε στην πόλη βολικά!
Οι μέρες απαράλλαχτες στην εύκολη δουλειά μου,
με δύο φίλους, Σάββατα, διασκέδαση φτηνή.
Στο μονοπάτι μ’ έφερναν συχνά τα όνειρά μου,
μια σκέψη με τριβέλιζε, σαν κάποια αναμονή.
Οι δέκα μήνες πέρασαν, πορεία δεδομένη,
ωράριο κανονικό και ο μισθός καλός.
Μια νύχτα όμως δύσκολη, η σκέψη θεριεμένη
με πρόσταξε αυταρχικά: να λήξει ο ζυγός!
Μια λύτρωση απρόσμενη, σαν μια χαρά κρυμμένη
πλημμύρισε το είναι μου μέσα σε μια στιγμή,
και στο γραφείο το πρωί η δήλωση γραμμένη
για άμεση παραίτηση και γρήγορη φυγή.
Ξαφνιάστηκαν οι τέσσερις, σηκώσανε τα φρύδια,
ρωτήσανε τι έπαθα, μην έχω πυρετό!
Αρρώστια, είπα, έπαθα, αρρώστια με τα γίδια!
Γυρίζω ανυπόμονα εκεί που αγαπώ!
Στο σπίτι μου τρομάξανε με την απόφασή μου,
αρχίσανε να μου μιλούν για χιόνια και βροχές,
πως πρέπει να ξανασκεφτώ την άπρεπη φυγή μου,
μα και την περηφάνια τους που πήγα στις σπουδές…
Γοργά πήρα το δρόμο μου, και νά το μονοπάτι,
αγνάντεψα, κι ανάσανα αέρα καθαρό,
ίσια ξανά κι ελεύθερη αισθάνθηκα την πλάτη,
στον άσπρο βράχο στάθηκα, στο κρύο το νερό.
Απόμακρα ακούστηκαν στο πέρα βοσκοτόπι
γλυκά τα κυπροκούδουνα, παλιά μου μουσική.
Αυθόρμητα ψιθύρισα: Ω σεις δικοί μου τόποι,
εδώ είναι οι ρίζες μου, ζωή μοναδική!
Δώδεκα χρόνια κύλησαν, Αθήνα ξεχασμένη,
πατέρας, μάνα χαίρονται που μ’ έχουνε κοντά,
μαζί με την Κρυστάλλω μου, τη γλυκολατρεμένη,
και μας φουντώνουν τη χαρά τα τρία μας παιδιά!
Πολλή δουλειά, το ξέρουνε, το μολογούν οι πάντες,
με δυσκολίες άσωτες σε όλους τούς καιρούς.
Μα στη ζωή μας λείπουνε ωράρια-ιμάντες
και βλέπουμε ορίζοντες ωραίους ανοιχτούς.