Αφέλεια
ευδιάκριτη,
οι
ικανότητες μικρές.
Υπέφερε
από τους άλλους,
οι
εμπειρίες του πικρές.
Δεν
τά ’παιρνε τα γράμματα ο Βάσος·
μέχρι
την τρίτη στο Δημοτικό.
Μονάχα
τα θελήματα η δουλειά του,
δεν
άντεξε κανένα αφεντικό.
Η
μάνα του συχνά τον επαινούσε
για
οτιδήποτε κατάφερνε καλό,
κι
εκείνος άλλο τόσο να βοηθάει,
όσο
μπορούσε με το λίγο του μυαλό.
Το
ζοφερό σαρανταένα,
ο
Βάσος στα δεκαεφτά,
με
κάποιους άλλους μες στην πείνα
για
λάδι μέχρι την Παραμυθιά.
Μια
μαύρη μέρα, σαν θηρία
ανθρωποβόροι
ήρθαν Γερμανοί,
παρέδωσαν
στις φλόγες το χωριό μας,
με
τρόμο στα βουνά οι χωριανοί.
Αδιάφορος
στον κίνδυνο ο Βάσος
κι
ας σφύριζαν οι σφαίρες στο χωριό,
σε
αποθήκες έψαξε κουβάδες
απ’
το πηγάδι μάζευε νερό.
Κατάφερε
να σβήσει έξι σπίτια,
να
σώσει των γειτόνων ζωντανά.
Τον
βρήκανε κατάμαυρο να τρέχει,
σαν
άφησαν οι άλλοι τα βουνά.
Κανείς
δεν ξαναπείραξε το Βάσο,
πολλοί
γεμάτοι ενοχές.
Κι
η μάνα του ευτυχισμένη
που
είχε ο Βάσος της αξίες μυστικές.