Παράξενο τον θεωρούν τον
Πολυφέρη στο χωριό,
που όλο ξενυχτάει,
σαν σκοτεινιάσει, ξαπλωτός,
τα μάτια του στον ουρανό,
τ’ αστέρια μελετάει.
Επίμονος και ευφυής να
καταλάβει προσπαθεί,
να μάθει την αλήθεια,
με τους γερόντους συζητά κι
αναζητάει την αρχή
στ’ αρχαία παραμύθια.
Και μία μέρα πρόβλεψε πως
αύριο πρωί-πρωί
με σούρουπο θα μοιάσει,
ο ήλιος, αν και λαμπερός,
για λίγην ώρα θα κρυφτεί
κι η Γη θα σκοτεινιάσει.
Ακούσανε οι χωριανοί, τούς
φάνηκε πολύ τρελό,
απάντησαν γελώντας:
«Προφήτη, μήπως έπεσες σε
όνειρο απατηλό,
τ’ αστέρια σου μετρώντας;»
Ξημέρωσε, και λαμπερός ο
ήλιος βγήκε απ’ το βουνό,
οι χωριανοί γελούνε,
τον Πολυφέρη εγκαλούν με
ύφος κοροϊδευτικό,
πολλοί τον λοιδορούνε.
Εκείνος μένει σταθερός, μειλίχιος
και γελαστός,
με
σιγουριά μιλάει:
Σε λίγο το φεγγάρι μας, σαν
ένας δίσκος σκοτεινός,
τον ήλιο απαντάει.
Γελούν ακόμα οι χωριανοί. Αέρας
όμως ξαφνικός
τους κάνει και χλωμιάζουν,
ο ήλιος χάνει δύναμη, αρχίζει
γίνεται θαμπός
και τα πουλιά κουρνιάζουν.
Ο Πολυφέρης σταθερός, μειλίχιος
και γελαστός,
εξήγηση τους δίνει:
Να μη φοβάστε χωριανοί, ο
ήλιος είναι δυνατός,
ανίκητος θα μείνει.
Είναι που το φεγγάρι μας
μπροστά στον ήλιο θα βρεθεί
κι εμείς μες στη σκιά του,
θα συνεχίσει σταθερά και
πάλι θ’ απομακρυνθεί
στη βέβαιη τροχιά του.
Μυστήρια και δύσκολα τους
φάνηκαν τα λόγια αυτά·
της μέρας το σκοτάδι!
Πολλοί ανησυχήσανε, τα
βρήκαν ίσως μαγικά.
Και τι θα ρθεί το βράδυ;
Ο Πολυφέρης σοβαρός πήρε το
δρόμο βιαστικά
με κάποια ανησυχία,
μη και τον πουν μάντη κακών
και τον προγκίξει ξαφνικά
η δεισιδαιμονία.
Απλώθηκε η σκοτεινιά, ο
φόβος μέσα στο χωριό
και η αμφιβολία.
Μα λίγο-λίγο άρχισε ξανά το
φως στον ουρανό.
Και πάει η δυσκολία.
Σε λίγην ώρα πληθυσμός στου
Πολυφέρη την αυλή.
Περίεργα μιλούνε,
μικροί – μεγάλοι θορυβούν, παράξενη
η χλαλοή,
φωνάζουν να τον δούνε.
Τα λόγια πέφτουνε βροχή,
εκφράζουνε το θαυμασμό,
πολλοί τον προσκυνούνε,
τον θέλουνε ημίθεο, προφήτη
και ιερουργό,
θερμά τον εξυμνούνε.
Ο Πολυφέρης απαντά δεν έχει
σχέση με θεούς,
μονάχα κάποιες γνώσεις.
Ν’ αφήσουν τις υπερβολές παρακαλεί
τούς χωριανούς,
δε θέλει εκδηλώσεις.
Μέχρι το βράδυ γέμισαν το
σπίτι του με προσφορές,
καθένας τι μπορούσε,
κυνήγια, μύγδαλα, κουκιά, γλυκίσματα,
κρασιά, ελιές,
το σπίτι δε χωρούσε!
Τα δώρα δε σταμάτησαν,
επίμονοι οι χωριανοί
να γίνει λειτουργός τους,
αφού γνωρίζει μυστικά που
ξέρουν μόνον οι θεοί,
θα είναι άνθρωπός τους!
Ο Πολυφέρης σκεπτικός μπροστά
στην τόση επιμονή
να θέλουν παραμύθια.
Προκλητικές οι προσφορές, τον
τρώει και η ενοχή·
το ψέμα κι η αλήθεια…
Βδομάδες, μήνες κύλησαν, και
τώρα πια ιερουργεί!
Σε μια καινούρια ρότα.
Οι άλλοι στον αγώνα τους και
κυνηγοί και γεωργοί
με τον πολύν ιδρώτα…
Οι γνώσεις μένουν αφανείς,
ανησυχούν οι αφελείς
γι’ αστέρια και πλανήτες,
αναζητούν παρηγοριές, οι
τύχες τους επισφαλείς
και φόβος οι κομήτες.
Ο Πολυφέρης στο βωμό,
ξεκούραστος στις προσευχές,
των ουρανών μεσίτης,
για τις ανάγκες των πιστών λέει
τις πρέπουσες ευχές,
του άγχους δεσμολύτης.
Αιώνες φεύγουνε αργά, οι
Πολυφέρηδες κρατούν
πρωτόγονους ιμάντες.
Οι γνώσεις σ’ όλους προσιτές,
μα πάμπολλοι τις αγνοούν.
Ζητούν ιεροφάντες!