Σαν τραγούδι παλιάς εποχής
οι μεστοί τρυφερότατοι
στίχοι,
της ψιθύριζαν λόγια
κρυμμένης ευχής.
Αμυδρά τής γελούσε η Τύχη.
Και συνέχιζε εκείνος τους
όμορφους στίχους,
προχωρώντας αργά,
βήμα-βήμα.
Στην ωραία εκφώνηση, μέσα
στους ήχους
διακρινόταν ηδύτατο ρήμα.
Απαλά την τραβούσαν οι έξοχες
ρίμες
στις πρωτόγνωρες τούτες
εικόνες,
κι αναδύονταν τώρα
πανέμορφες μνήμες,
όταν παίζαν, παιδιά, στις
κρυψώνες.
Στιβαρή σιγουριά στην ακμαία
μορφή του,
η ευγένεια διάχυτη στην
ηρεμία,
απ’ την πρώτη στιγμή πειστική
η φωνή του.
Ξεκινούσε γλυκιά ιστορία.
Σαν φθαρμένα σκοινιά οι
παλιοί δισταγμοί της
που την είχαν για χρόνια
δεμένη,
ένα φως ιλαρό στα στενά
τής ψυχής της·
είχε φτάσει η ώρα να βγει
λυτρωμένη.
Σταθερά θαρραλέα πλησίασε
στ’ απλωμένα του χέρια.
Μια πλατιά γελαστή αγκαλιά!
Και φτερούγισαν πλήθος
λευκά περιστέρια!