Ένα
οκτάστιχο παραμοντέρνο
ήταν
το ζήτημα διαγωνισμού,
με
τον αυτόματο τρόπο γραμμένο
και
με αρχές ενός κάποιου –ισμού.
Έσπευσε
λάβρος ο φίλος, με τόλμη –
εύκολα
έβρισκε λόγια καλά –
«είμαι
κι εγώ ποιητής, όπως όλοι»,
έτοιμος
ήταν σε δέκα λεπτά:
Θείον
άγχος
Ψάχνει
να βρει ο χρυσός αστρολάβος
τι
εξυφαίνει ο άσπρος αφρός,
πώς
τής ουράνιας σφαίρας ο κάβος
φέρει
δυνάμεις κι ας είναι σαθρός.
Καταγραφείς
αιθερίων συμβάντων
τέμνουν
του άγχους τη θεία πνοή,
νέες
εξάρσεις στιλβόντων γιγάντων
συναποστέλλουν
αθώα βοή.
. .
. . .
. . .
. . .
. . .
Και
ομοφώνως οι κριτές
του
έδωσαν το δεύτερο βραβείο.
Το
σκεπτικό τους εμβριθές:
Ανέδειξε
ο ποιητής
το
έλλογον του θείου άγχους,
με
τις αθώες του βοές
ανέδειξε
τους αστρολάβους.
Και
τα λοιπά και τα λοιπά,
παρα-σουρεαλιστικά.
Κι
ο ποιητής, ως θιασώτης
του
ιρασιοναλισμού,
απάντησε
με σημασία
το
πώς σφυρηλατεί τους στίχους
στο
πέταλο τού λυρισμού!