Τράβηξα γι’ άλλη μια
φορά στη μυστική μας λαγκαδιά·
ήξερα κάποιος με καλούσε.
Περήφανο μοναχικό μες
στην ωραία ζωγραφιά
το πεύκο μας με
καρτερούσε.
Μες στη λυκαύγια σιωπή
ο ψίθυρός του καθαρός
από μακριά με χαιρετούσε,
το πεύκο φίλος συνεπής απ’ όταν ήμουνα μικρός,
ήξερα πόσο μ’ αγαπούσε.
Τώρα οι στίχοι της
ηχούν στον ψίθυρο το μαγικό,
σαν τότε που μου
τραγουδούσε
δίπλα στο πεύκο μας
εδώ, στον τόπο τον ερημικό,
την ξανακούω πώς
μιλούσε.
Πλημμύριζε τη λαγκαδιά
μ’ αυτήν τη θεία της φωνή,
τον ουρανό μας τον
δονούσε.
Κι οι δυο την ευτυχία μας
τη βλέπαμε παντοτινή·
ποτέ κανείς δε θα
πονούσε.