Είκοσι χρόνια!
Κι έξαφνα μπρος μου εκείνη!
Μ’ ένα πανέμορφο στην αγκαλιά.
Σίγουρα ήταν εκείνη.
Στάθηκε δίχως να βγάλει μιλιά.
Όμως λαλίστατο είχε το βλέμμα,
κι όσα ξεσκέπασε, αληθινά:
(Ήταν δικές σου οι όμορφες λέξεις
που με τυλίξανε σαν πυρκαγιά,
τι τρυφερές οι γλυκές υποσχέσεις,
κι άνθισε η ζήση μου σαν μυγδαλιά.
Ήσουν εσύ που θερμά την ξεκίνησες
μες στην ψυχή μου μεγάλη γιορτή,
ήσουν εσύ που ψυχρά την τελείωσες
κι έγινε πάλι η ζωή μου πεζή.
Μες στη δική σου ψυχή, πώς εξήγησες,
δίχως αιτία φυγή σιωπηρή;)
Έτσι μου μίλησε με τη μορφή της,
λέξη δε βρήκα καμιά να της πω.
Πήρε το βλέμμα της και τη σιωπή της,
τράβηξε ίσια με βήμα κοφτό.
Γύρισε μόνο τ’ ωραίο παιδί της,
μού ’κανε γεια μ’ ένα γέλιο γλυκό.