Μιλούσες,
και με τα λόγια σου κεντούσες,
εικόνες άπλωνες λυκαύγιες.
Και μάγευες!
Σαν του προσώπου τη θωριά
γλυκός κι ο τόνος στη φωνή.
Εσύ! αρχαίο κάλλος!
Της φαντασίας μου θεά,
στέκεις μπροστά μου αυθεντική.
Κι εγώ, σαν νά ’μαι άλλος.
Ήρθες στο τέλος των στιγμών
των γκρεμισμένων γεφυριών
και των κομμένων δρόμων.
Φυγάς απ’ το μεσαίωνα
βρίσκω την ύπαρξή μου.
Τώρα, μαζί σου ξεκινώ
την Αναγέννησή μου!