Δεν
την αφήνει ο καημός την κυρα-Λένα
κι
ας βλέπει το Λουκά της ευτυχή,
τα
όνειρά της πήγανε χαμένα
σπουδαίο
κάποια μέρα να τον δει.
Το
γιόκα της να βλέπει σπουδαγμένο,
να
συζητούν γι’ αυτόν στις γειτονιές,
να
είναι τ’ όνομά του φημισμένο
και
σε γραφεία νά ’χει θέσεις ζηλευτές.
Πολύ
τού Γυμνασίου το φορτίο,
τα
γράμματα βαριά για το Λουκά,
δυστυχισμένος
τρία χρόνια στο θρανίο.
Άφησε
πίσω εξισώσεις και ρητά.
Στα
κτήματά τους ο Λουκάς ευτυχισμένος
με
όρεξη και πάντα εργατικός,
στις
καλλιέργειές του αφοσιωμένος,
σε
όλα πρακτικός και τακτικός.
Για
τη δουλειά του φανερή η κλίση,
(ω!
πόσα νά ’ναι τ’ άτυχα παιδιά;)
σαν
αγκαλιά αισθάνεται τη Φύση
και
χαίρεται δική του τη σοδειά.
Η
κυρα-Λένα στα χαμένα μεγαλεία
ζηλεύει
της γειτόνισσας το γιο,
κι
ας έρχεται στις πέντε απ’ τα γραφεία
με
πρόσωπο συνήθως σκυθρωπό.